βιαρκής
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
ές, (
A βίος 11, ἀρκέω) supplying the necessaries of life, AP6.179 (Arch.). 2 life-giving, Nonn.D.17.370.
German (Pape)
[Seite 444] ές, hinlänglichen Lebensunterhalt gewährend, λινοστασίη Archi. 8 (VI, 179); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βιαρκής: -ές, (βίος, ἀρκέω) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit aux besoins de la vie.
Étymologie: βίος, ἀρκέω.
Spanish (DGE)
-ές
1 que proporciona suficientes medios de vida λινοστασίη AP 6.179 (Arch.).
2 dador de vida καρπός SEG 38.1797.7 (Egipto II d.C.), γαίη Nonn.D.17.370, ἐφετμαί Nonn.Par.Eu.Io.15.14, cf. 17.8.
Greek Monolingual
βιαρκής (-οῡς), -ές (Α)
1. επαρκής για τις βιοτικές ανάγκες
2. ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + αρκής < άρκος (Ι) < πιθ. αρκώ «επαρκώ, είμαι αρκετός»].
Greek Monotonic
βιαρκής: -ές (βίος, ἀρκέω), αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βιαρκής: дающий достаточные средства к жизни (λινοστασίη Anth.).