γονή
English (LSJ)
ἡ, (γενέσθαι)
A offspring, οἱ οὔ τι παίδων γ. γένετο κρειόντων Il. 24.539; γ. Ἀρκεισιάδαο Od.4.755; τέκνων δίπτυχος γ. two children, E.Med.1136: pl., εἰσὶ χἁτέροις γοναὶ κακαί S.OC1192; γ. κατηκόους φύσαντες Id.Ant.641; of animals, ταύρων γοναί A.Fr.194; ἐν . . τετρασκελεῖ γ., i. e. among quadrupeds, S.Fr.941.10; fruits of the earth, Pl.Ax.371c. 2 race, stock, family, A.Ag.1565 (lyr.); ὦ γονῇ γενναῖε S.OT1469, cf.El.156 (lyr.); ἁ Δαρδάνου γ. E.Tr.1290: pl., μηδὲν ὢν γοναῖσι S.Aj.1094; parentage, ἐξευρεῖν γονάς E.Ion328. 3 generation, τρίταισιν ἐν γ. Pi.P.4.143; τρίτος . . πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γ. A.Pr.774; τριτοσπόρῳ γονῇ Id.Pers.818. II that which engenders, seed, Hes.Op.733, Hdt.3.101, 109, Hp.Genit.3, Arist.GA726a18, etc.: pl., Pi.N.7.84, S.Ant.950 (lyr.). 2 organs of generation, generally, Hp.Art.45, Mochl.1 (also restricted to the womb, Ruf.Onom.193, Gal.2.889); πρὶν . . μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν E.Ph.1597. III act of generation, Pi.I.7(6).7; κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι Aeschin.3.111. 2 of the mother, child-birth, E.Ph.355, Theoc.17.44. 3 of the child, birth, ἐκ γονῆς Hp.Epid.4.31; γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ S. OC1294; γοναὶ ζῴων Arist.Mu.399a28. 4 cure for sterility, Paul. Aeg.3.74. IV Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Nebenform von γόνος, Wurzel γεν; Hom. zweimal, in der Bedeutung »das Erzeugte«, die Nachkommenschaft: Odyss. 4, 755 πάγχυ θεοῖς γονὴν Ἀρκεισιάδαο ἔχθεσθαι, Iliad. 24, 539 ὅττι οἱ οὔ τι παίδων γονὴ γένετο κρειόντων. – Folgende: 1) Erzeugung, Plat. Legg. XII, 967 d; ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς Pind. I. 6, 7; das Gebären, die Geburt, αἱ δι' ὠδίνων Eur. Phoen. 355; Theocr. 17, 44; ἄνθρωπος ἐν γοναῖς ὁρώμενος Plut. am. prol. 3 E.; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ, älter, Soph. O. C. 1296. Dah. Abkunft, Abstammung; ὦ γονῇ γενναῖε Soph. O. R. 1469; ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν Ant. 966; ὁ μηδὲν ὢν γοναῖσιν Ai. 1073, d. i. von niederer Geburt; ἀπόῤῥητοι ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ γοναὶ αὐτοῦ Dem. 21, 149; τὴν γονὴν Ἀθηναῖος, von Geburt ein Athener, Ath. VIII, 335 d. – 2) das Erzeugte, die Nachkommenschaft; Aesch. Ag. 1546; plur., Soph. Ant. 637 O. C. 1194; γονὴ τέκνων δίπτυχος, Zwillinge, Eur. Med. 1136; auch Sp., wie Dion. Hal. 2, 19. Von Thieren, γονὰς ποιεῖσθαι Aesch. 3, 111, aus einem Gebet; von Pflanzen, πάγκαρπος Plat. Ax. 371 c. Dah. auch das Geschlecht, Generation, Pind. P. 4, 143; τρίτος γε γένναν πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. Prom. 776; Pers. 804. – 3) das Erzeugende, der Saamen, Hes. O. 531; Her. 3, 101. 109; Plat. Phaedr. 248 d; auch im plur., Pind. N. 7, 84; Arist. gen. anim. 1, 18 γονὴ τὸ ἀπὸ τοῦ γεννῶντος καλεῖται αἴτιον; vgl. Plut. am. prol. 3 M.; auch die männlichen u. weiblichen Zeugungstheile, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γονή: ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ γενεά, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· οὕτως ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642˙― ὡσαύτως, τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ γενεά, γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ γενναῖος Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. ἀπόρρητος)· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) γενεά, Πίνδ. Π. 4. 255· τρίτος... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ σπέρμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια καθόλου, Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ μήτρα, ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., γένεσις, γέννησις, Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, γέννα, τοκετός, Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ γέννησις, ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ σημασία συχνάκις συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 action d’engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, càd étant l’aîné;
2 ce qui engendre ; semence, germe;
II. ce qui est engendré :
1 enfant, descendant, rejeton;
2 descendance, race, famille;
III. génération, âge d’homme : τρίτος πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, càd de la treizième génération.
Étymologie: R. Γεν ; v. γίγνομαι.
English (Autenrieth)
offspring, Il. 24.539 and Od. 4.755.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά Pi.P.4.143, A.A.1565
A en rel. la progenie
I inmediata
1 descendencia, hijo οἱ οὔ τι παίδων ... γ. γένετο no tuvo hijos, Il.24.539, γ. Ἀρκεισιάδαο Od.4.755, γοναὶ κακαί malos hijos S.OC 1192, cf. Ant.641, Orph.H.2.13, τέκνων δίπτυχος γ. doble descendencia de hijos, e.d. dos hijos E.Med.1136, cf. Luc.DMar.9.1, Iust.Nou.22.20.1.
2 fruto, producto de la tierra, Pl.Ax.371c.
II en grado más lejano
1 generación τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς Pi.l.c., cf. A.Pr.774, Pers.818.
2 estirpe, linaje, parentela, familia τίς ἂν γονὰν <ἀ>ραῖον ἐκβάλοι δόμων; A.l.c., cf. S.OT 1469, El.156, ὃς μηδὲν ὢν γοναῖσιν quien no siendo nadie por su familia S.Ai.1094, ἁ Δαρδανίου γ. E.Tr.1290, ἐξευρεῖν γονάς descubrir (cuál es tu) familia E.Io 328, cf. Nonn.Par.Eu.Io.17.15.
3 de anim. especie χέρσου τετρασκελὴς γ. especie cuadrúpeda de tierra firme S.Fr.941.10.
B abstr.
I 1concepción, generación ὁπότ' ... ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς cuando (Zeus) poseyó a la esposa (de Anfitrión) para la concepción heraclea Pi.I.7.7, cf. Hp.Nat.Mul.35, Mul.2.129, κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι Aeschin.3.111, cf. Orph.H.29.7
•como etim. de γυνή Pl.Cra.414a, de γνώμη Pl.Cra.411d
•tít. de una obra de Hipócrates, Hp.Genit.
2 parto, alumbramiento τρὶς γοναῖσι τοὺς γυναικείους πόνους ἐκαρτέρησ' ἄρουρα A.Fr.99.7, δεινὸν γυναιξὶν αἱ δι' ὠδίνων γοναί E.Ph.355, cf. Theoc.17.44, Aristid.Quint.124.12.
3 nacimiento ἀσπασίη ... γονὴν ἑκάτοιο ἄνακτος δεξαίμην contenta aceptaría el nacimiento del señor flechador (la isla de Delos) h.Ap.63, cf. Luc.Alex.38, Vit.Auct.6, ἐκ γονῆς Hp.Epid.4.31, γονῇ πεφυκὼς ... γεραιτέρᾳ siendo el mayor por haber nacido antes S.OC 1294, γοναὶ ζῴων Arist.Mu.399a28
•como tít. de comedias en plu.: de Hermipo Ἀθηνᾶς γοναί El nacimiento de Atenea Phot.α 3129, de Araro αἱ Πανὸς γοναί Ath.175f, de Filisco αἱ Διὸς γοναί Sud.s.u. Φιλίσκος.
II mat. generación, matriz n. pitagórico de la unidad, Theol.Ar.6.
III concepción, preñez n. de un pesario, Paul.Aeg.3.74.3.
C concr.
I fisiológico genitura, semen μηδ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος ... παραφαινέμεν Hes.Op.733, ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι Pi.N.7.84, cf. S.Ant.950, Hdt.3.101, 109, οὖρα καὶ γ. Hp.Epid.6.3.9, cf. Aph.6.2, Genit.1, Pl.Phdr.248d, Arist.HA 487a4, GA 726a18, Luc.Vit.Auct.26, Gal.17(2).50, Aristaenet.1.19.23, 26
•como propio del hombre y la mujer ἡ γ. <ἡ> ἀπ' ἀμφοτέρων Hp.Genit.5
•negado de las plantas, Arist.GA 731a3
•de anim. simiente, e.e. huevecillos de la tenia, Hp.Epid.7.52.
II de los órganos
1 seno materno εἰς φῶς ... ἐκ γονῆς μολεῖν E.Ph.1597
•plu., anat. matriz Hp.Steril.249, Ruf.Onom.193, Gal.2.889.
2 órganos de la generación, genitales indiferente al sexo κύστις ... καὶ γ. Hp.Mochl.1, Epid.2.11.6, en plu., Hp.Art.45.
• Etimología: Grado o de la r. de γίγνομαι q.u.
Greek Monolingual
η (AM γονή)
1. γόνος, παιδί
2. οικογένεια, φυλή
3. σπέρμα ζώων και φυτών
αρχ.
1. γενεά
2. γεννητικά όργανα
3. τοκετός
4. γέννηση
5. μονάδα (Πυθαγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < gon-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας gen- «γεννώ»].
Greek Monotonic
γονή: ἡ (γί-γνομαι),
I. 1. παραγόμενο, τέκνο, απόγονος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., σε Σοφ.
2. όπως τα γενεά, γένος, ράτσα, οικογένεια, σε Αισχύλ.
3. γενιά (γενεά), σε Αισχύλ.
II. 1. αυτό που παρέχει ζωή, σπόρος, σπέρμα, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. τα γεννητικά μόρια, ιδίως η μήτρα, η κοιλιά, σε Ευρ.
III. 1. λέγεται για τη μητέρα, γέννα, τοκετός, στον ίδ., σε Θεόκρ.
2. λέγεται για το τέκνο, γέννηση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γονή: дор. γονά ἡ тж. pl.
1) рождение (Ἡράκλειοι γοναί Pind.): γονῇ πεφυκὼς γεραίτερος Soph. старший годами;
2) произведение на свет, роды (αἱ δι᾽ ὠδίνων γοναί Eur.; ῥηΐδιοι γοναί Theocr.);
3) семенная жидкость, семя (преимущ. человека и животных) (Hes., Pind., Soph., Her., Plat.: τὰ φυτὰ προΐεται οὐ γονήν, ἀλλὰ σπέρματα Arst.);
4) плод, отпрыск, дитя: παίδων γ. Hom. = παῖδες; ἔχειν γονὰς κατηκόους Soph. иметь послушных детей; τέκνων δίπτυχος γ. Eur. дети-близнецы;
5) потомство, род, племя (ἀραῖος Aesch.; γενναῖος Soph.; αἱ Δαρδάνου γοναί Eur.);
6) поколение: τρίταισιν ἐν γοναῖς Pind. или τριτοσπόρῳ γονῇ Aesch. в третьем поколении; τρίτος γένναν πρὸς δέκ᾽ ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. потомок в 13-м поколении;
7) материнская утроба (εἰς φῶς μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν Eur.);
8) всходы, урожай (πάγκαρπος γ. Plat.).
Frisk Etymological English
γόνος See also: s. γίγνομαι