διάπαυμα

Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cessation, rest, πόνων Pl.Lg.824a.    2 gap, IG14.352ii48 (Halaesa).

Greek (Liddell-Scott)

διάπαυμα: τό, παῦσις, ἀνάπαυσις, διακοπή, πόνων Πλάτ. Νόμ. 824Α.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 pausa, rato de descanso c. gen. πόνων Pl.Lg.824a.
2 interrupción prob. de una canalización IGDS 196.2.48, 52, 56 (Halesa II a.C.).

Greek Monolingual

διάπαυμα, το (Α)
η διάπαυσις.

Russian (Dvoretsky)

διάπαυμα: ατος τό перерыв, роздых, остановка (πόνων Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάπαυμα -ατος, τό [διαπαύω] pauze, onderbreking.