ἐκκολυμβάω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A plunge into the sea from.., c. gen., ναός E.Hel.1609 : abs., Ar.Fr.80, cf. D.S.20.86, Act.Ap.27.42 ; swim ashore, εἰς τὴν γῆν D.H.5.24, cf. App.Syr.6.
German (Pape)
[Seite 764] herausschwimmen, durch Schwimmen entkommen; ναός Eur. Hel. 1609; D. Sic. 20, 86; εἰς τὴν γῆν Dion. Hal. 5, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκολυμβάω: κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’échapper à la nage, en gén. se jeter à la nage.
Étymologie: ἐκ, κολυμβάω.
Spanish (DGE)
1 zambullirse, tirarse al agua εὖ γ' ἐξεκολύμβησ' οὑπιβάτης Ar.Fr.82, ἐκκολυμβᾶν ναός tirarse al mar desde la nave E.Hel.1609, οἱ πλεῖστοι δὲ καιομένων τῶν ἀκατίων ἐξεκολύμβησαν D.S.20.86, cf. App.Syr.56, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγῃ Act.Ap.27.42.
2 emerger ἐξεκολύμβησεν εἰς τὴν γῆν D.H.5.24.
English (Strong)
from ἐκ and κολυμβάω; to escape by swimming: swim out.
English (Thayer)
ἐκκολυμβώ: 1st aorist participle ἐκκολυμβήσας; to swim out of: Euripides, Hel. 1609; Diodorus, Dionysius Halicarnassus).
Greek Monotonic
ἐκκολυμβάω: μέλ. -ήσω, κολυμπώ έξω από, βγαίνω έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκολυμβάω: выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.: ἐ. ναός Eur. спрыгнув с корабля, спасаться вплавь.
Middle Liddell
fut. ήσω
to swim out of, c. gen., Eur.