ἐμβλέπω

From LSJ
Revision as of 22:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβλέπω Medium diacritics: ἐμβλέπω Low diacritics: εμβλέπω Capitals: ΕΜΒΛΕΠΩ
Transliteration A: emblépō Transliteration B: emblepō Transliteration C: emvlepo Beta Code: e)mble/pw

English (LSJ)

pf.

   A ἐμβέβλοφα PLond.1.42.21 (ii B.C.):—look in the face, look at, τινὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς Pl.Chrm.155c, cf. D.19.69; ἐ. εἰς τὸν ὀφθαλμόν Pl.Alc. 1.132e, etc.: c. acc., ἐμβλέπω σε, παῖ, Com.Adesp.17.7 D., cf. Herod. 2.68, AP11.3, Ev.Marc.8.25: abs., X.Mem.3.11.10, Arist.EN1175a9.    b ἐ. εἰς consider, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ Ev.Matt.6.26; look into a matter, PTeb.28.15 (ii B.C.).    2 simply, look, ποῖ ἐμβλέψασα . .; S.El.995; δεινὸν ἐ. Pl.Ion535e, Plu.Pyrrh.34, etc.; πῦρ ἐ. Philostr. Im.1.28; ἱρὰ ἐς λῷον -οντα Herod.4.80.

German (Pape)

[Seite 806] Einem ins Angesicht sehen, ihn ansehen; εἰς ὀφθαλμόν Plat. Alc. I, 132; Men. bei Stob. fl. 93, 21 u. A.; τινί, Plat. Rep. X, 609 d; Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; auch τινά, Ep. ad. 448 (XI, 3), wie N. T; absol., Xen. Hem. 3, 11, 10; – ποῖ ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος ὁπλίζει Soph. El. 983, worauf hinsehend, d. i. in welcher Absicht; – δεινόν, schrecklich drein blicken, Plat. Ion 535 e, Plut. Pyrrh. 34 u. A.; πῦρ ἐμβ., feurig blicken, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβλέπω: μέλλ. -ψω, βλέπω κατὰ πρόσωπον, βλέπω κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, τινὶ Πλάτ. Χαρμ. 155C, Δημ. 363. 4, κτλ.· ἐμβλ. εἰς..., Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Ε, κτλ.· σπανίως τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 3, Καιν. Διαθ.· ἀπόλ., Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 10, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9. 2) ὡς τὸ ἁπλοῦν βλέπω, ποῖ ἐμβλέψασα...; Σοφ. Ἠλ. 995· δεινὸν ἐμβλ. Πλάτ. Ἴων 535, Πλουτ. Πύρρ. 34, κτλ.· πῦρ ἐμβλ. Φιλόστρ. 803.

French (Bailly abrégé)

fixer les yeux sur, regarder : ἐμβλέπειν δεινόν PLUT lancer des regards terribles.
Étymologie: ἐν, βλέπω.

Spanish (DGE)

• Grafía: inscr., pap. frec. graf. ἐν-

• Morfología: [eol. pres. part. fem. ἐμβλέποισα Praxill.8.1; perf. inf. ἐνβεβλοφέναι UPZ 59.20 (II a.C.)]
I intr.
1 fijar la mirada, mirar fija o intensamente ἐμβλέπειν οὐ δοκέει parece que no fija la mirada Hp.Mul.1.8, cf. Plu.2.133b, ψυχήν, ᾗ καταμανθάνεις ... ὡς ἂν ἐμβλέπουσα χαρίζοιο el alma, gracias a la cual aprendes cómo seducirías con una mirada intensa X.Mem.3.11.10, οἱ ἐμβλέποντες los que tratan de fijar la mirada (y no pueden mantenerla largo tiempo), Arist.EN 1175a9, de caballos amaestrados ταῖς ῥισὶν ἐμπνεῖν καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐμβλέπειν Iambl.Fr.1, cf. LXX Ib.2.10
frec. simplemente mirar, Com.Adesp.735.1c, D.L.7.19, med. ὅτι οὐχ ὡς ἐμβλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ θεός LXX 1Re.16.7, c. giros adv. o ac. int. δεινὸν ἐμβλέποντες Pl.Io 535e, cf. Plu.Pyrrh.34, D.Chr.1.56, παντελῶς καὶ τρανῶς Ph.1.661, ἀτενῶς D.S.3.18, πῦρ ἐμβλέπων echando fuego por la mirada de un jabalí, Philostr.Im.1.28, σεμνόν Plot.1.4.15, θράσος μετ' αἰσχυντίας ἐμβλέπουσα Ph.2.265, cf. Polem.Phgn.9
c. giro prep. indic. la direcc. διὰ τῶν θυρίδων καλὸν ἐμβλέποισα παρθένε Praxill.8.1, ἐς ὄμματα ... φωτὸς ἐμβλέψαι γλυκύ E.Io 732, εἰς τὰ ὑμέτερα πρόσωπα ἐμβλέποντα τὰ ψευδῆ μαρτυρεῖν testimoniar en falso mirando a vuestras caras D.34.19, ὁ στρατηγὸς ἐμβλέψας εἰς τοὺς συνόντας Plb.38.20.1, cf. Porph.Abst.1.28
c. dat. ἐμβλέπων αὐτῷ ἔλεγεν X.Cyr.1.3.2, cf. Pl.Chrm.162d, D.19.69, Eu.Marc.10.21, Eu.Luc.20.17, Eu.Io.1.36, ἐμβλέψας μοι καὶ μάλα τυραννικῶς ... ἔφη Pl.Ep.349b, cf. R.608d, Men.Sam.519, ἀγάλματι Men.Dysc.677, cf. 682, εἴ τινι ἐμβλέψειε ζῴῳ Aristarch. en Sch.Theoc.10.18e, ἀλλήλοις Plb.15.28.3, c. doble dat. ἐνέβλεψέν τέ μοι τοῖς ὀφθαλμοῖς y me miró fijamente a los ojos Pl.Chrm.155c, (οἱ πλέοντες) ἰλιγγιῶσιν ὅταν ἐμβλέπωσι τοῖς κύμασι Thphr.Vert.7, παντὶ ἀνθρώπῳ μὴ ἔμβλεπε ἐν κάλλει LXX Si.42.12
fig. volverse a, dirigirse a ποῖ γάρ ποτ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ' ὁπλίζῃ; ¿a dónde volviéndote te armas de tal audacia? S.El.995, (ἱρὰ) ἐς λῷον ἐμβλέποντα los sacrificios apuntan a lo más favorable Herod.4.80.
2 observar, mirar con atención indic. la direcc. c. εἰς y ac. τοῦ ἐμβλέποντος εἰς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πρόσωπον ἐμφαίνεται τῇ τοῦ καταντικρὺ ὄψει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ el rostro del que mira atentamente al ojo aparece en la mirada del de enfrente como en un espejo Pl.Alc.1.132e, cf. 133a, ἐ. εἰς τὸ κάτοπτρον mirar(se) en el espejo Arist.Insomn.459b29, cf. Plb.15.20.4, οἱ μεγιστᾶνες ἐνέβλεπον ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον LXX 1Es.4.33.
3 fig. mirar, considerar, observar, reparar en, fijarse en c. giros prep. τυφλὸν ὁ πλοῦτος καὶ τυφλοὺς <τοὺς> ἐμβλέποντας εἰς ἑαυτὸν δεικνύει Men.Fr.74.2, μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ LXX 1Re.16.7, εἰς οὓς ἐμβλέψαντες al reparar en los cuales ... Plb.9.8.12, εἰς τὴν ὑπερβολὴν τῆς χορηγίας Plb.30.26.8, εἰς τὸ κατὰ μέρος ἐμβλέψας Plb.8.1.4, ὅταν μέν τις εἰς τὸν χρόνον ἐμβλέψῃ cuando uno repara en el tiempo transcurrido, Plb.5.90.3, τοιαῦτα μηχανήματα ἔξεστι μετασκευάζειν τῷ τεχνίτῃ ἐμβλέποντι εἰς τοὺς τόπους τῶν προσαγωγῶν el artillero debe modificar estas máquinas teniendo en cuenta los lugares de aproximación Ath.Mech.19.2, εἰς ἀρχαίας γενεὰς καὶ ἴδετε LXX Si.2.10, cf. 33.15, 42.18, 51.7, Is.5.30, 8.22, εἰς τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραηλ LXX Is.17.7, cf. 22.8, 11, ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὅτι οὐ σπείρουσιν Eu.Matt.6.26, τὴν ἐπιστολὴν ἀναπτύξας μηδενὸς ἐμβλέποντος abriendo la carta cuando nadie miraba I.Vit.223
frec. en fórmulas de pap. ἐμβλέψαντες εἰς τὰς τῶν γραμματέων εὑρησιλογίας considerando las maquinaciones de los secretarios, PLips.124.99 (II a.C.), εἰς τὴν ἡμετέραν περίστασιν UPZ 59.20 (II a.C.), cf. PTeb.28.15 (II a.C.), εἰς τὴν γεγενημένην μοι καταφθορὰν ὑπὸ ἀσεβῶν ἀνθρώπων PTor.Choachiti 12.3.7 (II a.C.), cf. SB 14109.2 (I a./d.C.)
c. complet. ο[ἱ] λοιποὶ [τ] ῶν πολιτῶν ἐνβλέποντες ὡς ἀπονέμεταί τις χάρις τοῖς τοιούτοις ἀνδράσ[ι] ν SEG 39.606.19 (Morrilo II a.C.)
espiritualmente τοῖς ὄμμασιν τῆς ψυχῆς εἰς τὸ μακρόθυμον αὐτοῦ βούλημα 1Ep.Clem.19.3, πρὸς τὸ τοῦ βίου δήπου τέλος Ph.1.677.
II tr. mirar, contemplar ἐμβλέπω σε, παῖ Men.Sic.286, τί μ' ἐμβλέπεις γελῶσα Herod.6.44, cf. LXX Id.16.27, AP 11.3, τὴν πρότερον θυμέλην AP 10.103 (Phld.), τηλαυγῶς ἅπαντα el ciego que recobra la vista Eu.Marc.8.25, οὐρανόν Orac.Sib.7.124, φρόνησιν καὶ σύνησιν Ph.1.393, cf. Priscian.Inst.18.207, pas. ἐνεβλέποντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἡγιασμένων ἐκ τῶν ἁγίων εἰς πρόσωπον τοῦ δαβιρ se veían los extremos de los objetos sagrados desde el lugar santo enfrente del Santísimo LXX 3Re.8.8.

English (Strong)

from ἐν and βλέπω; to look on, i.e. (relatively) to observe fixedly, or (absolutely) to discern clearly: behold, gaze up, look upon, (could) see.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3); imperfect ἐνέβλεπον; 1st aorist ἐνεβλεψα, participle ἐμβλέψας; to turn one's eyes on; look at;
1. properly: with the accusative Sept. Alex.)); τίνι (Plato, rep. 10,608d.; Polybius 15,28, 3, and elsewhere), ἐμβλέψας αὐτῷ or αὐτοῖς λέγει or εἶπεν, cf. Xenophon, Cyril 1,3, 2 ἐμβλέπων αὐτῷ ἔλεγεν) εἰς τόν οὐρανόν R G L (εἰς τήν γῆν, εἰς ὀφθαλμόν, Plato, Alc. 1, p. 132e.). Absol., οὐκ ἐνέβλεπον, I beheld not, i. e. the power of looking upon (namely, surrounding objects) was taken away from me, Tr marginal reading WH marginal reading ἔβλεπον) (Ald.); Xenophon, mem. 3,11, 10).
2. figuratively, to look at with the mind, to consider: 2 Maccabees 12:45).

Greek Monolingual

(AM ἐμβλέπω)
1. κοιτάζω κατευθείαν, ατενίζω
2. βλέπω με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

ἐμβλέπω: μέλ. -ψω (ἐν), κοιτώ κατά πρόσωπο, κοιτάζω, ατενίζω, βλέπω προς, παρατηρώ, τινί ή εἴς τινα, σε Πλάτ.· απόλ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβλέπω: (во или на что-л.) глядеть, всматриваться (εἴς τι Eur., Plat., Men., τινί Plat., Plut. и τινά Anth.; ἐμβλέψαι εἰς τὸ κάτοπτρον Arst.): κατὰ τὴν ὄψιν ἐ. Arst. пристально созерцать; ἐ. δεινόν Plat. смотреть испуганно, Plut. смотреть страшным взглядом.

Middle Liddell

fut. ψω [ἐν]
to look in the face, look at, τινι or εἴς τινα Plat.; absol., Xen.