ἐμπόδισμα

From LSJ
Revision as of 09:26, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόδισμα Medium diacritics: ἐμπόδισμα Low diacritics: εμπόδισμα Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: empódisma Transliteration B: empodisma Transliteration C: empodisma Beta Code: e)mpo/disma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.

German (Pape)

[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.

Greek Monolingual

και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόδισμα: ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).