ἐπωφέλημα

Revision as of 11:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A help, store, βορᾶς S.Ph. 275.

German (Pape)

[Seite 1016] τό, Beistand, Nutzen, βορᾶς, Soph. Phil. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφέλημα: τό, βοήθημα, ταμίευμα, βορᾶς Σοφ. Φ. 275.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secours, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.

Greek Monolingual

ἐπωφέλημα, τὸ (Α)
βοήθημα, προμήθεια («βορᾱς ἐπωφέλημα σμικρόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπωφέλημα: -ατος, τό, βοήθεια, αρωγή, προμήθεια, βοήθημα, βορᾶς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωφέλημα: ατος τό помощь, поддержка: βορᾶς ἐ. Soph. помощь продовольствием.

Middle Liddell

ἐπωφέλημα, ατος, τό, [from ἐπωφελέω
a help, store, βορᾶς Soph.