ζωμός

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμός Medium diacritics: ζωμός Low diacritics: ζωμός Capitals: ΖΩΜΟΣ
Transliteration A: zōmós Transliteration B: zōmos Transliteration C: zomos Beta Code: zwmo/s

English (LSJ)

Dor. δωμός (q.v.), ὁ,

   A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq.1174, Pax716, al.; οἱ ζ. οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat (πιμελή), Arist.HA520a8, cf. PA651a29; ζ. μέλας black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr.Char.8.7.    2 Com. name for fat, greasy fellow, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5, cf. Aristopho 4.3.    3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ (ζέΕω), Brühe, bes. von gekochtem Fleisch, Suppe; ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας Ar. Equ. 1174; Pax 700 u. öfter; Plat. Lys. 209 d; Ath. XII, 516, lu. öfter; ζωμοῦ ἀρυστρίς, = ζωμήρ υσις, Ep. ad. 107 (Plan. 9). Bekannt ist die schwarze Suppe der Spartaner, ὁ μέλας ζωμός, Plut. Lyc. 12; VLL, – Bei Anaxandrid. Ath. VI, 242 e wird Einer, der λιπαρὸς περιπατεῖ, komisch ζωμός genannt. – Uebertr., ein Blutbad, vgl. Casaub. Theophr. Char. 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμός: Δωρ. δωμός, ὁ, (Λατ. jus, ἴδε Ζ ζ. ΙΙ. 3), ζωμὸς ἢ «σάλτσα», τρωγόμενος μετὰ τοῦ κρέατος, ἰχθύος, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1174, Εἰρ. 716 κ. ἀλλ.˙ οἱ ζωμοὶ οἱ τῶν πιόνων, ζωμοὶ παρασκευαζόμενοι ἐκ κρεάτων ζῴων ἐχόντων πάχος (πιμελήν), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 17, 1, πρβλ. Μ. Ζ. 2. 5, 2˙ ζ. μέλας, ὁ τῶν Σπαρτιατῶν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136 Ε˙ ὁ μέλας ζ. Πλούτ. Λυκ. 12˙ - μεταφ., χύσις αἵματος, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2˙ πρβλ. πέλανος ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. 2) κωμικὸν ὄνομα ἀνθρώπου παχέος, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς˙ ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. Ὀδυσσ. 2. 5, πρβλ. Ἀριστοφῶντα Ἰατρ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jus, sauce : ζωμὸς μέλας brouet ou sauce noire des Lacédémoniens.
Étymologie: ζέω.

Greek Monolingual

ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός)
το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερόζωμός κρέατος»)
αρχ.
1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)
2. (σκωπτικά) ευτραφής, χοντρόςλιπαρός... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)
3. (στην αλχημεία) απόπλυμα
4. φρ. «μέλας ζωμός»
(στην αρχαία Σπάρτη) ο ζωμός που παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας και αίμα και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση του με το ζύμη προϋποθέτει μετάπτωση ō:ū, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ζωμάριον, ζωμεύω, ζωμίδιον, ζωμίλη, ζωμίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ζωμάλμη, ζωμήρυσις, ζωμοποιώ, ζωμοτάριχος
νεοελλ.
ζωμοδόχος, ζωμοθεραπεία. (Β' συνθετικό) εύζωμος, αρχ. αφαρόζωμος, οξύζωμος, πεπερόζωμος].

Greek Monotonic

ζωμός: ὁ, Λατ. jus, σάλτσα που συνοδεύει πιάτα με κρέας, ψάρι κ.λπ., σε Αριστοφ.· ὁ μέλας ζωμός, σκουρόχρωμος ζωμός κρέατος που έτρωγαν οι Σπαρτιάτες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζωμός:ζέω похлебка, суп или соус Plat., Arph.: ὁ ζ. ὑός Arst. похлебка из свинины; ὁ μέλας ζ. Plut. черная похлебка (у лакедемонян).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωμός -οῦ, ὁ [~ ζύμη] soep (meestal dik, met vlees of groente);; ζ. μέλας zwarte soep (traditioneel gerecht in Sparta) Plut. Lyc. 12.12; overdr. bloedvergieten. Thphr. Char. 8.7.