θρασύστομος

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰσύστομος Medium diacritics: θρασύστομος Low diacritics: θρασύστομος Capitals: ΘΡΑΣΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: thrasýstomos Transliteration B: thrasystomos Transliteration C: thrasystomos Beta Code: qrasu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A over-bold of tongue, insolent, A.Th.612, Ag.1399, E.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1216] kühn, keck redend; neben ἀνόσιος Aesch. Spt. 694, vgl. Ag. 1372.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύστομος: -ον, θρασὺς τὴν γλῶσσαν, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Θήβ. 612, Ἀγ. 1399, Εὐρ. Ἀποσπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle hardiment, arrogant.
Étymologie: θρασύς, στόμα.

Greek Monolingual

θρασύστομος, -ον (Α)
αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].

Greek Monotonic

θρᾱσύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά με θρασύτητα, αυθάδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύστομος: держащий высокомерные речи, дерзкий на язык Aesch., Eur.

Middle Liddell

θρᾰσύ-στομος, ον στόμα
bold of tongue, insolent, Aesch.