κακοψυχία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ,
A = κακοφυΐα, bad natural qualities, opp. εὐψυχία, Pl.Lg.791c.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, Kleinmuth, Verzagtheit, Plat. Legg. VII, 791 c, im Ggstz von εὐψυχία.
Greek (Liddell-Scott)
κακοψῡχία: ἡ, δειλία, ὀλιγοψυχία, ἀντίθετον τῷ εὐψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.
Greek Monolingual
κακοψυχία, ἡ (Α)
1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό
2. (κατ' επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχία (< -ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο-ψυχία, φιλο-ψυχία].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοψυχία: ἡ малодушие, трусость Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοψυχία -ας, ἡ [κακός, ψυχή] lafheid.