κακοψυχία

From LSJ
Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοψῡχία Medium diacritics: κακοψυχία Low diacritics: κακοψυχία Capitals: ΚΑΚΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: kakopsychía Transliteration B: kakopsychia Transliteration C: kakopsychia Beta Code: kakoyuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = κακοφυΐα, bad natural qualities, opp. εὐψυχία, Pl.Lg.791c.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Kleinmuth, Verzagtheit, Plat. Legg. VII, 791 c, im Ggstz von εὐψυχία.

Greek (Liddell-Scott)

κακοψῡχία: ἡ, δειλία, ὀλιγοψυχία, ἀντίθετον τῷ εὐψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.

Greek Monolingual

κακοψυχία, ἡ (Α)
1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό
2. (κατ' επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχία (< -ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο-ψυχία, φιλο-ψυχία].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοψυχία: ἡ малодушие, трусость Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοψυχία -ας, ἡ [κακός, ψυχή] lafheid.