κυφαγωγός

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

German (Pape)

[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].

Greek Monotonic

κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰγωγός: adj. держащий голову вниз, с опущенной головой (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
with neck arched and head low, of a horse, Xen.