Μηλίς

From LSJ
Revision as of 13:23, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλίς Medium diacritics: Μηλίς Low diacritics: Μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: Mēlís Transliteration B: Mēlis Transliteration C: Milis Beta Code: *mhli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A v. Μηλιεύς.

French (Bailly abrégé)

1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl.Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.
(II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].

Greek Monotonic

Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος ἡ Мелида
1) тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;
2) Plut. = Μῆλος.