ὅδισμα

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅδισμα Medium diacritics: ὅδισμα Low diacritics: όδισμα Capitals: ΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: hódisma Transliteration B: hodisma Transliteration C: odisma Beta Code: o(/disma

English (LSJ)

ατος, τό, πολύγομφον ὅ.

   A a way compact with bolts, i.e. Xerxes' bridge over the Hellespont, A.Pers.71 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 292] τό, πολύγομφον, Aesch. Pers. 71, die von Xerxes über den Hellespont geschlagene Schiffbrücke, die vielverbundene Straße.

Greek (Liddell-Scott)

ὅδισμα: τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου γέφυρα ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
route, voyage.
Étymologie: ὁδός.

Greek Monotonic

ὅδισμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το ὁδίζω), περιοχή απ' όπου διέρχεται δρόμος, τμήμα γέφυρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὅδισμα: ατος τό путь, дорога: ὅ. πολύγομφον Aesch. крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch.

Middle Liddell

ὅδισμα, ατος, τό, [as if from ὁδίζω]
a road-way, Aesch.