παραγώγως
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
French (Bailly abrégé)
adv.
par dérivation.
Étymologie: παράγωγος.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγως: посредством словопроизводства: Πανίαν π. Σπανίαν προσηγόρευσαν Plut. от слова Пания произвели Спания.