παλλακή
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ἡ,
A = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακάς Hdt. 1.135, cf. 84, 2.130, al., Ar.V.1353, Antipho 1.14, Lexap. D.23.53, Lys. 1.31, Pl.Ion538b, Lg.841d, D.59.122, LXX Jd.19.1, etc.; μηδὲ π. μηδὲ παιδικὸν ἔχειν Mitteis Chr.284.4 (ii B. C.). (Prop. young girl, Ael.Dion.Fr.172; cf. πάλλαξ.)
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, wie πάλλαξ, Kebsweib; Her. 1, 84. 135; Ar. Vesp. 1353; Plat. Legg. VIII, 841 d, Dem. 59, 122 unterscheidet γυνή, die rechtmäßige zum Kinderzeugen geheirathete Gattinn, παλλακὴ τῆς καθ' ἡμέραν θεραπείας τοῦ σώματος ἕνεκα, ἑταίρα ἡδονῆς ἕνεκα.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκή: ἡ, = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακὰς Ἡρόδ. 1. 135, πρβλ. 84., 2. 130, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1353, Ἀντιφῶν 113. 5, Λυσ. 94, 34, κτλ. Ἡ παλλακὴ ἦτο συνήθως αἰχμάλωτος ἢ ἀργυρώνητος δούλη διακρινομένη ἀπό τε τῆς νομίμου συζύγου (ἴδε ἀνωτέρ.), καὶ ἀπὸ τῆς ἑταίρας, Δημ. 1386. 20. (Κυρίως = νέον κοράσιον, ἴδε Παλλάς).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
concubine.
Étymologie: πάλλαξ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλλακή)
η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.)
αρχ.
πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. pīlegeš «παλλακίδα») δεν είναι αποδεκτή. Το ίδιο απίθανη φαίνεται και η υπόθεση ότι η λ. είναι δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αβεστ. pairikā «διαβολική γυναίκα που αποπλανά με μάγια», περσ. pan). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το πώλος «νεαρό άλογο, πουλάρι» και μτφ. «νεαρό αγόρι και κορίτσι». Το λατ. paelex (πρβλ. pallaca «παλλακίδα», Palladium, Pallas) πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής. Τα δύο -λλ- που εμφανίζουν οι ελλ. τ. οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό διπλασιασμό. Η σύνδεση τών τ. παλλακή / παλλακίς «γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς γάμο», πάλλαξ «νέος στην εφηβική ηλικία» (πρβλ. παλληκάρι) και «νεαρή γυναίκα», πάλλας «νέος» και Παλλάς προσωνυμία της Αθηνάς και «παρθένα ιέρεια» καθίσταται δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι αρχική τους σημασία ήταν εκείνη της νεότητας, από όπου η προσωνυμία της Αθηνάς, η σημ. «νέος, έφηβος» και η σημ. τών παλλακή / παλλακίς, που αναφέρεται σε νέα γυναίκα και μάλιστα στις νεαρές σκλάβες που διάλεγαν οι αφέντες για ερωμένες τους παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους τους. Οι λ. παλλακή / παλλακίς, τέλος, διακρίνονται σημασιολογικά από τις συνώνυμές τους πόρνη και ἑταίρα κατά το ότι η παλλακίδα συμβιώνει με άντρα —χωρίς όμως νόμιμο γάμο— όπως και η νόμιμη σύζυγος, και δεν συνευρίσκεται περιστασιακά μαζί του όπως οι πόρνες και οι ἑταῖρες].
Greek Monotonic
παλλᾰκή: ἡ, = παλλακίς, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
παλλᾰκή: ἡ наложница Her., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλλακή -ῆς, ἡ concubine.