συνεκλάμπω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A shine forth together, Plu.2.627c, Longin.44.3.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten, Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλάμπω: ἐκλάμπω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 672D, Λογγῖν. 44. 3.
French (Bailly abrégé)
briller avec.
Étymologie: σύν, ἐκλάμπω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκλάμπω: одновременно вспыхивать, вместе светиться (ἡ θάλαττα ταῖς φλοξὶ συνεκλάμπει Plut.).