σφαιρίον

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίον Medium diacritics: σφαιρίον Low diacritics: σφαιρίον Capitals: ΣΦΑΙΡΙΟΝ
Transliteration A: sphairíon Transliteration B: sphairion Transliteration C: sfairion Beta Code: sfairi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σφαῖρα, Pl.Ep.312d; oak-

   A gall, Thphr.HP3.7.4; ivy-berry, Dsc.2.179; globular catkin of the πλάτανος, Id.1.79, Cleom.1.10 fin.; but, cylindrical catkin of λεύκη, Dsc.1.81.    II molecule, atom, Democr. ap.Arist.de An.409a12.    III round ball or token, entitling the bearer to a present specified upon it, D.C.61.18.    IV the end of the nose, Poll.2.80, Heliod. ap. Orib.45.26.1, 48.32.3, Ruf.Onom.38, Sor. Fasc.11.    V pill, Lycus ap.Orib.8.43.1, Archig.ib.8.46.16, Gp.7.13.2.    VI sugar-plum, sweetmeat, POxy.920.9,11 (ii/iii A.D.).    VII name of a plaster, Aët.15.36, Paul.Aeg.7.17.    VIII dub. sens. in Inscr.Délos 1432 Bai 14 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίον: τό, ὡς τὸ σφαιρίδιον, ὑποκορ. τοῦ σφαῖρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4, Πλάτ. Ἐπιστ. 312D· σφαῖρα ἄνθους, κόρυμβος, Διοσκ. 2. 213. ΙΙ. μόριον, ἄτομον, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 4, 19. ΙΙΙ. στρογγύλον τι σημεῖον δυνάμει τοῦ ὁποίου ὁ φέρων ἐλάμβανε δῶρόν τι ὁριζόμενον δι’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 61. 18. IV. τὸ ἄκρον τῆς ῥινός, «τὸ δὲ ἀκρορρίνιον ὅλον σφαιρίον» Πολυδ. Β΄, 80, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Mai σ. 59, 60, 100, 101.

Greek Monolingual

το, ΜΑ σφαίρα
(υποκορ. του σφαίρα) μικρή σφαίρα, σφαιρίδιο
αρχ.
1. ο κόκκος διαφόρων δένδρων («σφαιρία τὰ κυπαρίσσου», Ορειβ.)
2. το σφαιρικό σπέρμα του πλατάνου
3. το κυλινδρικό σπέρμα της λεύκας
4. μόριο ή άτομο
5. αντικείμενο στρογγυλού σχήματος με την προσαγωγή του οποίου αυτός που το έφερνε έπαιρνε ένα παρεμφερές δώρο
6. η άκρη της μύτης
7. χάπι, καταπότιο
8. σφαιρικό ζαχαρωτό
9. είδος εμπλάστρου.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρίον: τό1) небольшой шар Plat.;
2) молекула Democr. ap. Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρίον -ου, τό, demin. van σφαῖρα, kleine bol.