τετράσκαλμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσκαλμος Medium diacritics: τετράσκαλμος Low diacritics: τετράσκαλμος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: tetráskalmos Transliteration B: tetraskalmos Transliteration C: tetraskalmos Beta Code: tetra/skalmos

English (LSJ)

ον,

   A four-oared, D.S.40.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά-σκαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

τετράσκαλμος: с четырьмя уключинами, т. е. четырехвесельный (τὰ πλοῖα Diod.).