τυλεῖον
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 3, S.Fr.468, PRev.Laws 94.10 (iii B. C.), Ael.NA2.11, Hsch. A s.v. κνέφαλλον.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, dim. von τύλη; Sappho bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 39, 27; λινοῤῥαφῆ, Soph. frg. 794 bei Poll. 10, 39; vgl. Lob. Phryn. 174.
Greek (Liddell-Scott)
τυλεῖον: τό, ὑποκορ. τοῦ τύλη (3), Σοφ. Ἀποσπ. 794, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 174.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de τύλη.
Greek Monolingual
τὸ, Α τύλη
(υποκορ. του τύλη) μικρό προσκέφαλο.
Russian (Dvoretsky)
τυλεῖον: τό подушечка Soph.