ὕπακρος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A nearly the highest, Pl.Amat.136c, 138e, Longin.34.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπακρος: -ον, σχεδὸν ὁ ἀκρότατος, ὁ ὕψιστος, φέρε δὴ γνῶμεν... ποῦ καὶ χρήσιμοι ἡμῖν εἰσιν οἱ ὕπακροι οὗτοι; Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C, 138E, Λογγῖν. 34. 1.
Russian (Dvoretsky)
ὕπακρος: не совсем достигший вершины, т. е. несовершенный, незаконченный (φιλόσοφος Plat.).