ὑσμίνη
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, Ep. Noun,
A fight, battle, combat, κατὰ κρατερὴν ὑ. Il.5.84, al.; κατὰ κρατερὰς ὑ. ib.200; ἐν σταδίῃ ὑ. 13.314; ἐν ὑ. δηϊοτῆτος 20.245; πρώτῃ ἐν ὑ. in the front of the fight, 15.340; ὑσμίνηνδε to the fight, 2.477; ὑσμίναν φέροντες B.12.144:—in Il.2.863, 8.56, we have a metaplast. Ep. dat. ὑσμῖνι as if from ὑσμίν or ὑσμίς. (Cf. Skt. yúdh fem. 'battle', yúdhyati 'fight'.)
Greek (Liddell-Scott)
ὑσμίνη: [ῑ], ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, μάχη, ἀγών, κατὰ κρατερὴν ὑσμ. Ἰλ. Ε. 84, κλπ.· κατὰ κρατερὰς ὑσμ. αὐτόθι 200· ἐν σταδίῃ ὑσμ., Ν. 314· ἐν ὑσμ. δηιοτῆτος Υ. 245· πρώτῃ ἐν ὑσμ., ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τῆς μάχης, Ο. 340· ὑσμίνηνδε, εἰς τὴν μάχην, Β. 477· ― ἐν Β. 863, Θ. 56, ὑπάρχει κατὰ μεταπλασμὸν Ἐπικ. δοτ. ὑσμῖνι ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑσμὶν ἢ ὑσμίς. (Πρβλ. Σανσκρ. yudh, yudh-yè (pugno), yudh (pugnator), yudh-mas (pugna)· Ζενδ. yud (pugna).)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.
Étymologie: cf. R. skr. Yudh « combattre ».
English (Autenrieth)
battle, conflict, combat; κρατερὴ ὑσμίνη, ὑσμίνη δηιότητος, Il. 2.40, Il. 20.245. —ὑσμίνηνδε, into the battle.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας jeu-dh- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' επέκταση «πολεμώ» —με την έννοια ότι η μάχη είναι ένα είδος ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. yudhma- «πολεμιστής», yudh- «μάχη», λιθουαν. judu «κινούμαι», judus «εριστικός», λατ. jubeo «διατάζω, κάνω κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. ὑσμίνη έχει προέλθει —με μετάβαση στη θεματική κλίση (πρβλ. ἀλκή: δοτ. ἀλκί)— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. ὑσμῖνι και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό επίθημα -(μ)ις, -(μ)ινος (πρβλ. ῥηγ-μίς, στα-μίς) από έναν τ. ὑσμός (judh-s-mos), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. yudh-ma «πολεμιστής» (η κατάλ. -σμος του ελλ. τ. αντί -μος είναι πιθ. αναλογική). Η λ. ὑσμίνη, τέλος, είναι παλαιός τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. μάχη, πόλεμος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. ὅμιλος.
Greek Monotonic
ὑσμίνη: [ῑ], ἡ, αγώνας, πάλη, μάχη, σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. ὑσμῖνι, όπως αν προερχόταν από τα ὑσμίν ή ὑσμίς, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑσμίνη: (ῑ) ἡ схватка, сражение, бой Hom., Hes.: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первых рядах сражающихся.
Middle Liddell
!ὑσμί¯νη, ἡ,
a fight, battle, combat, Il.; metaplast. epic dat. ὑσμῖνι as if from ὑσμίν or ὑσμίς, Il.