φαλαγγιτικός

From LSJ
Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγῑτῐκός Medium diacritics: φαλαγγιτικός Low diacritics: φαλαγγιτικός Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phalangitikós Transliteration B: phalangitikos Transliteration C: falaggitikos Beta Code: falaggitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A armed like the phalanx, σπεῖρα Plb.18.28.10.

German (Pape)

[Seite 1252] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάλαγγα, σπεῖρα Πολύβ. 18. 11, 10.

Greek Monolingual

-ή,-ό / φαλαγγιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν φαλαγγίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές του 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε δημοπρασία εθνικά κτήματα.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγῑτικός: строящийся по фалангам, т. е. линейный, пехотный (σπεῖρα Polyb.).