χρηστεύομαι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.
German (Pape)
[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.
French (Bailly abrégé)
se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.
English (Strong)
middle voice from χρηστός; to show oneself useful, i.e. act benevolently: be kind.
English (Thayer)
(χρηστός, which see); to show oneself mild, to be kind, use kindness: Eusebius, h. e. 5,1, 46; τίνι, toward one, Clement of Rome, 1 Corinthians 13,2 [ET]; 14,3 [ET].)
Greek Monolingual
Α χρηστός
(αποθ.) είμαι χρηστός.
Greek Monotonic
χρηστεύομαι: αποθ., είμαι αγαθός και χρηστός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
χρηστεύομαι: быть добрым, добросердечным NT.
Middle Liddell
χρηστεύομαι,
Dep. to be good and kind, NTest.