ψευδεπίγραφος
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ον,
A with false superscription or title, not genuine, D.H.Dem.57, Inscr.Prien.37.123 (ii B.C.); φιλόσοφος Plu.2.479e; τρόπος superficial, Plb.23.5.5.
German (Pape)
[Seite 1393] falsch überschrieben, mit falscher Aufschrift, fälschlich benannt, unächt; Pol. 24, 5,5; D. Hal.; – dah. ἀδελφός, φιλόσοφος, des Namens eines Bruders, eines Philosophen unwürdig, Plut. de frat. am. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδεπίγραφος: -ον, ὁ ἔχων ψευδῆ ἐπιγραφὴν, οὐχὶ γνήσιος, νόθος, Πολύβ. 24. 5, 5, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 57, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte faussement le titre de.
Étymologie: ψευδής, ἐπιγράφω.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψευδεπίγραφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφα
εκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) βιβλία που έχουν συνταχθεί κατά απομίμηση τών κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τον εκκλησιαστικό κανόνα, αλλ. απόκρυφα
μσν.-αρχ.
αυτός που φέρει ψευδή επιγραφή ή τίτλο
αρχ.
επιφανειακός.
επίρρ...
ψευδεπιγράφως Ν
(λόγιος τ.) με ψευδεπίγραφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επίγραφος (< επιγράφω)].
Russian (Dvoretsky)
ψευδεπίγρᾰφος: досл. ложно подписанный, перен. облыжно именуемый, мнимый (ὁ πραγματικὸς τρόπος Polyb.; φιλόσοφος Plut.).