διάπυος
English (LSJ)
ον, (πῦον)
A suppurating, Hp.Aph.7.45.
Greek (Liddell-Scott)
διάπῡος: -ον, (πῦον) πλήρης πύου, Ἱππ. Ἀφ. 1251.
Spanish (DGE)
-ον
medic. supurante ἧπαρ Hp.Aph.7.45, de heridas, Hp.VC 11, Aph.6.41, Aret.CA 2.2.21.
Greek Monolingual
-ο (Α διάπυος, -ον)
γεμάτος με πύο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπυος -ον [διά, πῦον] etterend.