δεκαέτης
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαέτης -ες of δεκαετής -ές [δέκα, ἔτος] tienjarig.
English (Woodhouse)
(see also: δεκαετής) lasting ten years