Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Menander, Monostichoi, 123
Russian (Dvoretsky)
κρῆσαι: эп. inf. aor. 1 к κεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρῆσαι: ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ κεράννυμι, Ὅμηρ.
Greek Monotonic
κρῆσαι: Επικ. αντί κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του κεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρῆσαι inf. aor. van κεράννυμι.