περικυκλόω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A encircle, encompass, Arist.HA533b11, LXX Ge.19.4, PLond.2.681.9 (iv A.D.), etc.:—more freq. in Med., surround an enemy, Hdt.8.78, X.An.6.3.11, etc.; in tmesi, Ar.Av.346. II intr., go round, Luc.Ocyp.63.
German (Pape)
[Seite 581] umkreisen, im Kreise umgeben, umzingeln, gew. im med.; Ar. Av. 346; Xen. An. 6, 1, 11; Sp., z. B. Luc. Philopatr. 23.
Greek (Liddell-Scott)
περικυκλόω: ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., περιέρχομαι, Λουκ. Ὠκύπ. 63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aller autour;
Moy. περικυκλόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, κυκλόω.
English (Strong)
from περί and κυκλόω; to encircle all around, i.e. blockade completely: compass round.
English (Thayer)
περικύκλῳ: future περικυκλώσω; to encircle, compass about: of a city (besieged), Aristophanes av. 346; Xenophon, an. 6,1 (3), 11; Aristotle, h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.)
Greek Monotonic
περικυκλόω: μέλ. -ώσω,
I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ., περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περικυκλόω: преимущ. med.
1) брать в кольцо, окружать (τινα Xen., Arst., NT);
2) обходить, ходить кругом, кружить: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικυκλόω [περί, κύκλος] omsingelen, ook med.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to encircle, encompass: mostly in Mid. to surround an enemy, Hdt., Xen.
II. intr. to go round, Luc.