πληρωτής

From LSJ
Revision as of 05:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρωτής Medium diacritics: πληρωτής Low diacritics: πληρωτής Capitals: ΠΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: plērōtḗs Transliteration B: plērōtēs Transliteration C: plirotis Beta Code: plhrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch.    II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68.    2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.

Greek (Liddell-Scott)

πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
créancier d’une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.

Greek Monotonic

πληρωτής: -οῦ, ὁ (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πληρωτής: οῦ ὁ плательщик или сборщик (ἐράνου Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101.

Middle Liddell

πληρωτής, οῦ, ὁ, πληρόω
one who completes, Dem.