προσδοκία
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
ἡ,
A looking for, expectation, whether in hope or fear, but more commonly fear, 1 c. gen., μέλλοντος κακοῦ, δεινῶν, Pl.La.198b, Ti.70c; π. τοῦ μέλλοντος Arist.PA669a21; τὸν φόβον ὁρίζονται π. κακοῦ Id.EN1115a9: in good sense, π. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν X.Cyr.1.6.19 (pl.); τῆς ἀσφαλείας ἔχειν π. D.18.281; π. μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ Pl.Smp.194a; τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, i.e. the fulfilment of the expectations raised, Aeschin.2.178. 2 abs., τῶν ὑποκειμένων π. καὶ τῶν ἐλπίδων D.19.24; αἱ ἔσχαται π. D.S.20.78. 3 folld. by a conjunction, προσδοκία οὐδεμία (sc. ἦν) μὴ ἐπιπλεύσειαν Th.2.93; π. οὔσης μή τι νεωτερίσωσιν Id.5.14; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . Id.7.12; π. ἐμποιεῖν ὡς . . Isoc.8.6. 4 with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Th.6.63; κατὰ τὴν π. Pl.Sph.264b; opp. παρὰ προσδοκίαν, which is used of a kind of joke freq. in Com., e.g. ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ—χίμεθλα (where πέδιλα was expected), Demetr.Eloc.152, Hermog.Meth.34, Tib. Fig.16: generally, τὸ παρὰ π. ἐξαπίναιον Phld.Herc.1251.19.
German (Pape)
[Seite 756] ἡ, Erwartung, Vermuthung, Hoffnung od. Furcht; κακοῦ, Plat. Prot. 358 d, wie δέος erkl. wird προσδοκία μέλλοντος κακοῦ, Lach. 198 b; κατὰ τὴν προσδοκίαν, ἣν ἐφοβήθημεν, Soph. 264 b; δεινῶν, Tim. 70 c; προσδοκίας ἔχειν, Conv. 194 a; αἱ προσδοκίαι, den ἐλπίδες entsprechend, Dem. 19, 24; Sp., wie Pol., bes. Furcht; στεφάνου, Hoffnung auf den Kranz, Ep. ad. 313 a (Plan. 54).
Greek (Liddell-Scott)
προσδοκία: ἡ, τὸ προσδοκᾶν, περιμένειν, ἐπ’ ἐλπίδι ἢ μετὰ φόβου, ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ φόβου, 1) μετὰ γεν., μέλλοντος, κακοῦ, δεινῶν, θανάτου Πλάτ. Λάχ. 198Β, Τίμ. 70C, πρβλ. Σοφιστ. 264Β· πρ. τοῦ μέλλοντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 5· τὸν φόβον ὁρίζονται· πρ. κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 3. 6, 2· ἔχειν πρ. τῆς ἀσφαλείας Δημ. 319. 9· πρ. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19· πρ. μεγάλην ἔχειν ὠς εὖ ἐροῦντός τινος Πλάτ. Συμπ. 194Α· τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, δηλ. τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν διεγερθεισῶν προσδοκιῶν, Αἰσχίν. 52. 10. 2) ἀπολ., τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων Δημ. 348. 23· αἱ ἔσχαται πρ. Διόδ. 20. 78. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, προσδοκία ἦν μή... ἢ μὴ οὐ... Θουκ. 2. 93., 5. 14· ὡσαύτως, προσδοκίαν παρέχειν ὡς... ὁ αὐτ. 7. 12· πρ. ἐμποιεῖν ὡς... Ἰσοκρ. 159Ε. 4) μετὰ προθέσεων, πρὸς προσδοκίαν, κατὰ τὴν προσδοκίαν, Θουκ. 6. 63· οὕτω, κατὰ πρ. Πλάτ. Σοφιστ. 264Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ προσδοκίαν, ὅπερ εἶναι σχῆμα ῥητορικόν, ὅταν ἄλλο προσδοκᾷ νὰ ἀκούσῃ ὁ ἀκροατὴς καὶ ἄλλο λέγηται, ὡς ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ ― χίμεθλα (ἔνθα περιέμενέ τις νὰ ἀκούσῃ πέδιλα) Δημήτρ. Φαληρ. 152, Ρήτορες (Walz) 8. 544, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
attente (d’un bien ou d’un mal) : προσδοκία ἦν μή THC on craignait que ; μὴ οὐ THC on craignait que… ne pas ; πρὸς τὴν προσδοκίαν THC selon l’attente, comme on s’y attendait.
Étymologie: προσδοκάω.
English (Strong)
from προσδοκάω; apprehension (of evil); by implication, infliction anticipated: expectation, looking after.
English (Thayer)
προσδοκίας, ἡ (προσδοκάω), from Thucydides and Xenophon down, expectation (whether of good or of evil): joined to φόβος (Plutarch, Ant. 75: Demetr. 15) with a genitive of the object added (Winer's Grammar, § 50,7b.), τοῦ λαοῦ (genitive of subject), the expectation of the people respecting Peter's execution, Acts 12:11.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσδοκῶ
1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή
2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» — αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς
νεοελλ.
φρ. «δικαίωμα προσδοκίας»
(νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας του δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο δεν είναι κεκτημένο, αλλά είναι αβέβαιο, βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση
αρχ.
το να περιμένει κανείς κάτι με φόβο κι αγωνία («ἀποψυχούντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένη», ΚΔ).
Greek Monotonic
προσδοκία: ἡ (προσδοκάω),
1. προσμονή, προσδοκία, αναμονή, μέλλοντος κακοῦ, θανάτου, σε Πλάτ.· απόλ., σε Δημ.· ακολουθ. από εξαρτημένη πρόταση, προσδοκία ἦν μή... ή μὴ οὐ..., σε Θουκ.· προσδοκίαν παρέχειν ὡς..., στον ίδ.
2. με πρόθ., πρὸς προσδοκίαν, κατά την προσδοκία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσδοκία: ἡ ожидание, предположение, предвидение, предчувствие (ἀγαθῶν Xen.; μέλλοντος κακοῦ Plat.): πρὸς или κατὰ τὴν προσδοκίαν Thuc., Plat. как (и) ожидалось; προσδοκίας οὔσης μή τι καὶ οἱ ὑπομένοντες νεωτερίσωσιν Thuc. так как (у лакедемонян) было опасение, как бы остающиеся (в стране) не устроили переворот; ἐξελέσθαι τινὰ πάσης τῆς προσδοκίας NT избавить кого-л. от всего, чего он боялся.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδοκία -ας, ἡ [προσδοκάω] verwachting; in positieve zin; τῆς ἀσφαλείας... ἔχει προσδοκίαν hij heeft hoop op een veilig heenkomen Dem. 18.281; in negatieve zin. δέος γὰρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ want angst is de verwachting van dreigend onheil Plat. Lach. 198b; προσδοκίαν παρέχειν verwachtingen scheppen Thuc. 7.12.4; ἦν... προσδοκία οὐδεμία μὴ ἄν ποτε οἱ πολέμιοι... ἐπιπλεύσειαν niemand verwachtte dat de vijand er ooit heen zou varen Thuc. 2.93.3; αἰεὶ προσδοκίας οὔσης μή τι... νεωτερίσωσιν omdat er constant vrees was dat ze in opstand zouden komen Thuc. 5.14.3; πρὸς προσδοκίαν volgens verwachting Thuc. 6.63.2 = κατὰ τὴν προσδοκίαν Plat. Sph. 264b.
Middle Liddell
προσδοκία, ἡ, προσδοκάω
1. a looking for, expectation, μέλλοντος κακοῦ, θανάτου Plat.:—absol. Dem.:—foll. by a relat. word, προσδοκία ἦν μὴ . . or μὴ οὐ . . , Thuc.; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . , Thuc.
2. with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Thuc.