συμπαρίσταμαι
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρίσταμαι, Att. ξυμπαρίσταμαι, intrans. medestander worden van, bijstaan, met dat.