αἰρόπινον
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
τό,
A sieve (ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ τὰς αἴρας διελθεῖν), Ar.Fr.480.
Greek (Liddell-Scott)
αἰρόπινον: τό, κόσκινον, ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· «κόσκινον, ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ αἴρας διελθεῖν», Σουΐδ. Ἴδε καὶ Α. Β. 22, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
(αἰρόπῐνον) -ου, τό cedazo ὥσπερ αἰρόπινον τέτρηται Ar.Fr.498.
Russian (Dvoretsky)
αἰρόπινον: τό сито для отделения плевела от пшеницы Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: sieve (Ar. fr. 480). Cf. αἰρόπινον σκοτεινόν, καὶ κόσκινον ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται; An. Bk. 359, 24 continues with ὑπερ τοῦ τάς αἶρας διελθεῖν; also αἰρόπινον· τὸ ἀραιὸν κόσκινον· παρὰ τὸ τὰς αἶρας ποιεῖν ἀπεῖναι καὶ χωρίζειν η διὰ τὸ αἴρειν τὸν πίνον ὅ ἐστι τὸν ῥύπον EM 38, 42
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: DELG thinks that it consists of αἴρω (remove) and πίνος filth; for the type Schwyzer 442. Or was it reshaped by folk etymology?
Frisk Etymology German
αἰρόπινον: {airópinon}
See also: s. 2. αἶρα.
Page 1,44