δῶμα

From LSJ
Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῶμα Medium diacritics: δῶμα Low diacritics: δώμα Capitals: ΔΩΜΑ
Transliteration A: dō̂ma Transliteration B: dōma Transliteration C: doma Beta Code: dw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέμω)

   A house, πατρώϊον ἵκετο δ. Il.21.44, etc.; mainly poet., but once in Hdt., 2.62 (pl.), and in late Prose (v. infr.), but never in Att. Prose: also, chief room, hall, θάλαμον καὶ δ. καὶ αὐλήν Il.6.316, cf. Od.17.329, al.: hence, pl. for a single house, 2.259, freq. in Trag., A.Ag.607, S.Tr.332, E.Or.301, etc.    2 of the gods, ἀθάνατοι Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες Il.2.13, etc.; κλυτὰ δ. βένθεσι λίμνης, of Poseidon, 13.21; freq. of Pluto, δῶμ' Ἀΐδαο the nether world, Od.12.21; ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης S.El.110; Πλούτωνος δ. E.HF808 (lyr.); of a temple, Pi.P.4.53, A.Eu.242, etc.: pl., Hdt.2.62, S.OT71.    3 δῶμα Καδμεῖον, i.e. Thebes, ib.29.    4 housetop, LXX De.22.8, Ev.Matt.24.17, Babr.5.5, POxy.475.22 (ii A.D.), etc.    II household, family, A.Ag.1468 (lyr.), S.OT1226, etc.; cf. δῶ.

German (Pape)

[Seite 694] τό, das Haus, die Wohnung; entstanden aus δόμημα (?) oder aus δόμα (?); verwandt δέμω, δέμας, δόμος, δομέω, δῶ, das Latein. domus, Sanskrit. dam und damas. Von Homer an öfters bei Dichtern. Nicht selten plural. Homerisch anstatt des singular.: Odyss. 7, 102 vgl. mit vs. 93, Iliad. 1, 600 vgl. mit vs. 570, Odyss. 10, 287 vgl. mit vs. 276. Sowohl von Götterwohnungen als von Menschenwohnungen: Haus des Tydeus Iliad. 14, 121, des Odysseus Odyss. 2, 259, des Eumäus Odyss. 16, 78; vom Hause des Eumäus Odyss. 14, 381 ἤλυθ' ἐμὸν πρὸς σταθμόν· ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον, var. lect. Scholl. ἤλυθ' ἐμὰ πρὸς δώματ'· ἐγώ. vgl. Odyss. 16, 66 ἤλυθ' ἐμὸν πρὸς σταθμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλί. ξω, vom Hause des Eumäus; Haus des Zeus Iliad. 1, 533, des Okeanos Iliad 14, 311, des Poseidon Iliad. 13, 21 Odyss 5, 381; Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες. die Götter, Odyss. 20, 79; θεοὶ Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες Iliad. 1, 18; οἱ δ' ἄλλοι οὔ σφιν πάρεσαν θεοί, ἀλλὰ ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο, ἧχι ἑκάστῳ δώματα καλὰ τέτυκτο κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Iliad. 11, 77; δῶμ' 'Ἀίδαο, die Unterwelt, Iliad. 15, 251 Odyss. 12, 21. Auch Bezeichnung für das Hauptgemach des Huses, den Männersaal, wo die Gastmahle stattfinden: Iliad. 1, 600 Odyss. 17, 479. 20, 149. 21, 378. Bes. interessant Odyss. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσ σεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν: was ist hier δῶμα und was μέγαρον? Und Iliad. 6, 316 Ἕκτωρ δὲ πρὸς δώματ' Ἀλεξάνδροιο βεβήκει καλά, τά ῥ' αὐτὸς ἔτευξε σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ ἐριβώλακι τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν ἐγγύθι τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος, ἐν πόλει ἄκρῃ. Katachrestisch heißt das Zelt des Achilleus δώματα Iliad. 24, 512, Scholl. Aristonic. δώματ': ἡ διπλῆ, ὅτι καταχρηστικῶς τὰς σκηνὰς οὕτως εἶπεν, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 572; Lehrs Aristarch. p. 152. Eben so, katachrestisch, heißt die Höhle der Kalypso δῶμα Odyss. 5. 208. 242. und δώματα Odyss. 5, 6. 1, 51, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 32. – In Prosa Herodot. 2, 62 ἔν τινι νυκτὶ λύχνα καίουσι πάντες πολλὰ ὑπαίθρια περὶ τὰ δώματα κύκλῳ. – Oefters Pindar und die Tragiker; ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης, ὦ χθόνι' Ἑρμῆ καὶ πότνι' Ἀρὰ. σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες, αἳ τοὺς ἀδίκως θνήσκοντας ὁρᾶτ', ἔλθετ', ἀρήξατε Soph. El. 110; ὃς γᾶς ἐξέβα θαλάμων, Πλούτωνος δῶμα λιπὼν νέρτερον Eurip. Herc. fur. 808; von Tempeln, Soph. O. R. 71; vgl. Pind. P. 4, 95; denn die Tempel sind Wohnungen der Götter; – das Hauptzimmer, der Saal, wo sich die Männer versammeln, Callim. Cer. 64. – Uebertr., wie unser Haus, = Geschlecht, Λαβδάκεια Soph. O. R. 1226; öfter bei Tragg., z. B. Aesch. Ag. 1468; Eur. Hec. 624; dah. nennt Soph. O. R. 29 Theben Κάδμειον δῶμα. Vgl. auch δῶ u. δόμος.

Greek (Liddell-Scott)

δῶμα: -ατος, τό, (δέμω) οἰκία, παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς (πρβλ. δόμος), ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 2. 62, 1, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· ὡσαύτως, μέρος οἰκίας, τὸ κύριον δωμάτιον, ἡ αἴθουσα ἐν ἧ ἦτο ἡ ἑστία, Ἰλ. Ζ. 316, καὶ συχν. ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς μόνης οἰκίας, Ὀδ. Β. 259, καὶ συχν. παρὰ Τραγ. 2) ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν θεῶν, θεοὶ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες Ἰλ. Β. 13, κτλ.· κλυτὰ δ. βένθεσι λίμνης, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ν. 21· καὶ συχν. ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, δῶμ’ Ἀΐδαο, ὁ κάτω κόσμος, Ὀδ. Μ. 21· ὦ δῶμ’ Ἀΐδου καὶ Περσεφόνας Σοφ. Ἠλ. 110· δ. Πλούτωνος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 808· - ἐπὶ ναοῦ, Πινδ. Π. 4. 95, Αἰσχύλ. Εὐμ. 242, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 62, Σοφ. Ο. Τ. 71. 3) δῶμα Καδμεῖον, δηλ. αἱ Θῆβαι, Σοφ. Ο. Τ. 29. ΙΙ. οἶκος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Σοφ. Ο. Τ. 1226, κτλ. - Πρβλ. δῶ, δόμος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction, d’où
I. maison, demeure ; δῶμ’ Ἀΐδαο, Ἀΐδου SOPH demeure d’Hadès, càd les enfers ; particul.
1 chambre principale, salle où l’on se réunit = μέγαρον;
2 temple;
3 p. ext. demeure en gén. ; ville, cité;
II. fig. maison, famille.
Étymologie: R. Δαμ, bâtir ; cf. δέμω, δόμος.

English (Autenrieth)

ατος (δέμω, ‘building’): (1) house, palace, mansion, often pl., δώματα, house as consisting of rooms.—(2) room, esp. the largest apartment or men's dining-hall (μέγαρον), Od. 22.494; so perhaps in pl., Il. 1.600.

English (Slater)

(δώματι, δῶμ(α); -άτων, -ασι(ν), -ατ(α).)
   1 house, home
   a of deities. ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς Olympos (O. 1.42) “πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” the temple of Apollo at Delphi (P. 4.53) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (Ἡρακλέα sc.: i. e. among the homes of the gods) (N. 1.71) Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.2) οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (τὸν Ἅιδην. Σ) (I. 8.55) ]Κρόνιον δῶμ' ἀγλαο[ Πα. 7C. a. 6. pl. pro sing., “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” (P. 9.56)
   b of mortals. κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν in the palace of Agamemnon (P. 4.113) ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί before the palace of the kings of Cyrene (P. 5.96) παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας δώματ ἐσελθών the homes of the Hyperboreans (P. 10.32) ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ (N. 9.3)

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1casa, vivienda πατρώϊον ἵκετο δ. Il.21.44, τὸ δὲ δῶμα περιτρέχει la casa gira a mi alrededor Thgn.505, λύχνα καίουσι ... περὶ τὰ δώματα κύκλῳ Hdt.2.62, ἔστι τί μοι κατὰ δῶμα νεώτερον Theoc.24.40
tb. ref. al palacio ὑπὸ δ' ἴαχε δῶμ' ὑμεναίῳ en las bodas de Helena y Menelao, Theoc.18.8, Ἑλένη μετεκίαθε δώματος αὐλήν Colluth.255
frec. plu. poét. y entendido como edificio de varias partes μολπὴ δ' ἀμφὶς ἔχει δώματα y el bullicio festivo llena la casa Xenoph.1.12
esp. en el sent. palacio μνηστῆρες δ' ἐς δώματ' ἴσαν θείου Ὀδυσῆος Od.2.259, δωμάτων κύων A.A.607, πρὸς δὲ δώματα χωρῶμεν S.Tr.332, βᾶσα δωμάτων ἔσω E.Or.301, τίς τῶνδ' ... δωμάτων ἔχει κράτος; E.Hel.68, parod. cóm. en Ar.Th.871, cf. Ach.479, Nu.1159, Colluth.236, τῶν δὲ ἡρωικῶν οἴκων τοὺς μείζονας Ὅμηρος μέγαρα καλεῖ καὶ δώματα Ath.193c
de dioses morada, mansión Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες ἀθάνατοι Il.2.13, cf. Orác. en Hdt.1.65, Hermipp.63, δώματ' ἐπουράνια IG 9(1).882.10 (Corcira II/III d.C.), δώματ' ἐς αἰγιόχοιο Διός Il.1.222, cf. 5.907, κλυτὰ δώματα βένθεσι λίμνης de Posidón Il.13.21, ref. los infiernos δῶμ' Ἀΐδαο Od.12.21, Thgn.1014, ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης S.El.110, cf. B.5.59, Thgn.924, IMEG 35.24 (ptol.), SEG 28.541.20 (Macedonia, heleníst.), Πλούτωνος δ. E.HF 808, cf. IG 22.5426.10 (II/III d.C.), δώματα Νυκτός Parm.B 1.9, cf. GVI 1159.1 (Notion I d.C.), ref. los montes Νύμφαι ἀκοσμήτοις ἐνὶ δώμασι ναιετάουσαι IGPA 26.1 (IV d.C.), ref. templos πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σὸν θεά A.Eu.242, Φοίβου δώματα S.OT 71, cf. Pi.P.4.53, tb. de héroes δ. Καδμεῖον la morada cadmea, e.e., Tebas, S.OT 29
δώματα ναίειν habitar θεὰ δ' ἐν δώματα ναίει Od.1.51, cf. 24.150, 304, Ζεὺς ... ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει Hes.Op.8, cf. Antisth.Paph. en ZPE 8.184
fig. de una tumba λαΐνεον ... δ. ... τεῦξεν MAMA 1.393.6 (Frigia).
2 estancia principal de una casa θάλαμον καὶ δ. καὶ αὐλήν Il.6.316, cf. 1.600, Od.17.329
aposento φίλας ἐς δῶμ' ἀλόχοιο Theoc.17.29.
3 terraza superior de la casa, azotea ἐὰν δὲ οἰκοδομήσῃς οἰκίαν καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην τῷ δώματί σου LXX De.22.8, ἀναπηδήσαντος δέ μου ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος PLond.2009.14 (III a.C.), cf. Babr.5.5, ἐπὶ τοῦ δώματος καθεζόμενος I.AI 6.49, utilizada como almacén PTeb.793.6.5 (II a.C.), κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων pregonad en las azoteas, e.e., predicad públicamente, Eu.Matt.10.27, 24.17, Eu.Luc.12.3, ἀπὸ τοῦ δώματος τῆς ... οἰκίας παρακύψαι POxy.475.22 (II d.C.), cf. PSI 909.14 (I d.C.), PSI XX Congr.16.7 (IV d.C.), Iul.Ascal.30.1, 32.1.
II uso meton. casa como conjunto de los que en ella viven, familia δωμάτων γὰρ εἱλόμαν ἀνατροπάς A.Eu.354, cf. A.1468, τὰ Λαβδάκεια ... δώματα S.OT 1226, ὀγκούμεθα ... πλουσίοισιν δώμασι E.Hec.624.

• Etimología: Dud. si forma alargada de *dom-, cf. δόμος, δεσπότης o refección de δῶ (q.u.) c. el suf. -μα.

English (Strong)

from demo (to build); properly, an edifice, i.e. (specially) a roof: housetop.

English (Thayer)

δώματος, τό (δέμω, to build);
1. a building, house, (Homer and following).
2. a part of a building, dining-room, hall, (Homer and following).
3. in the Script. equivalent to γααγ house-top, roof (Winer's Grammar, 23): ἐπί δωμάτων, on the house-tops, i. e. in public: ἐπί τό δῶμα ... κατ' ὀφθαλμούς παντός Ἰσραήλ, 2 Samuel 16:22.

Greek Monolingual

το (AM δῶμα)
1. επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα
2. μέρος σπιτιού, διαμέρισμα («τα δώματα της βασίλισσας»)
μσν.- νεοελλ.
«ουράνιο δώμα» — ουρανός, ουράνιος θόλος
αρχ.
1. σπίτι
2. οικογένεια, γενιά
3. ναός
4. φρ. «κατὰ δώμα» — στο σπίτι
5. «δῶμ’ Ἀΐδαο» — ο κάτω κόσμος
6. «δῶμα Καδμεῑον» — η Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώμα εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας dem- η οποία απαντά στα δεσπότης, δόμος. Η σύνδεση με αρμ. tun «σπίτι», γεν. tan είναι αμφίβολη. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι η λ. προήλθε από την αιτιατική ενός αρσενικού ονόματος dōmm που έφερε την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και το οποίο λόγω της καταλήξεως -μα θεωρήθηκε ως ουδέτερο].

Greek Monotonic

δῶμα: -ατος, τό (δέμω), οίκος, οίκημα, κατοικία, σε Όμηρ., Τραγ.
I. μέρος σπιτιού, κυρίως δωμάτιο, σε Όμηρ.· από όπου στον πληθ., λέγεται για το σπίτι μόνο, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
II. σπίτι, οικογενειακή θαλπωρή, οικογένεια, νοικοκυριό, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δῶμα: ατος τό1) тж. pl. дом, здание, жилище Hom., Pind., Soph., Eur., Her.;
2) храм, святилище Pind., Aesch., Soph.;
3) город: δ. Καδμεῖον Soph. град Кадмов (= Θῆβαι);
4) главная комната, зал (θάλαμος καὶ δ. καὶ αὐλή Hom.);
5) pl. дом, род, семья (τὰ δώματα Λαβδάκεια Soph.);
6) плоская кровля дома (ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δῶμα -ατος, τό [~ δόμος? ~ δῶ?] huis, verblijf:; πατρώϊον ἵκετο δῶμα hij bereikte het huis van zijn vader Il. 21.44; uitbr..; δῶμα Καδμεῖον het huis van Cadmus (d.w.z. de stad Thebe) Soph. OT 29; van goden:; θεοί … Ὀλύμπια δώματ ’ ἔχοντες de goden die hun verblijf op de Olympus hebben Il. 1.18; ook van hun tempels; zaal, vertrek:; θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν een kamer en een zaal en een hof Il. 6.316; plur. τὰ δώματα de vertrekken, het huis; dak. NT. uitbr., huis, familie, geslacht; plur.: τὰ Λαβδακεία δώματα het huis (d.w.z. geslacht) van Labdacus Soph. OT 1226.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: house, living, temple, often in plur., s. Schwyzer-Debrunner 43 (Il..; also Arc [Tegea Va] = temple).
Derivatives: δωμάτιον small house, room, chapel (Att.); δωματίτης, f. -ῖτις belonging to the house (A.); δωματόομαι provide with houses (A. Supp. 958).
Origin: IE [Indo-European] [198] *dem- house
Etymology: From the word in δεσπότης (s. v.), IE *dem-. Nearest is Arm. n-stem tun house, gen. tan. Not with Brugmann Grundr.2 2 : 1, 136 from the long-vowel acc. of masc. root noun *dōm-m, which was later reinterpreted as neutre. - Diff. J. Schmidt Pluralbild. 222 and Brugmann (Grundr.2 2 : 2, 828; s. Schwyzer 524 n. 5).

Middle Liddell

δῶμα, ατος, τό, δέμω
I. a house, Hom., Trag.: part of a house, the chief room, hall, Hom.:—hence in pl. for a single house, Od., Trag.
II. a house, household, family, Aesch., Soph.