ἰχώρ

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχώρ Medium diacritics: ἰχώρ Low diacritics: ιχώρ Capitals: ΙΧΩΡ
Transliteration A: ichṓr Transliteration B: ichōr Transliteration C: ichor Beta Code: i)xw/r

English (LSJ)

[ῑ], ῶρος, ὁ,

   A ichor, the juice, not blood, that flows in the veins of gods, Il.5.340,etc.: Ep.acc. ἰχῶ ib.416: in pl., of the Giants, Str. 6.3.5; later simply, blood, A.Ag.1480 (anap.).    II the watery part of animal juices, serum (cf. Gal.15.345), of the blood, Hp.Cord. 11, Pl.Ti.83c, Arist.HA521b2 (also in pl., v.l. in 521a18), PA651a18; of gall, χολώδεας ἰχῶρας Hp.Acut. (Sp.) 1; of milk, whey, Arist. HA521b27; gravy of underdone meat, Archestr.Fr.57.6; juice of burning logs, Dsc.1.119, Eup.1.120.    2 serous or sero-purulent discharge, Hp.VC19, Arist.HA630a6 (pl.), Gal.10.184, etc.; ἰχῶρες ὑδαρεῖς ὕπωχροι, from women in childbirth, Arist.HA586b32; of the putrefied blood of a viper, Id.Mir.845a8; of naphtha (prob.), regarded in legend as due to the putrefaction of Giants' corpses, ib.838a29.

German (Pape)

[Seite 1277] ῶρος, τό, 1) Götterblut, die blutähnliche Flüssigkeit, die in den Adern der Götter fließt, Il. 5, 340 u. 416, wo der accus. ἰχῶ steht; vgl. Plut. Alex. 28. – 2) später das Blutwasser, Lymphe, Hippocr.; Plat. Tim. 82 e 83 c; vgl. Arist. H. A. 3, 19; bei der Milch, Molken, ib. 3, 20; auch der wässerige Theil des Markes, Plut. Cleom. 39. – Auch Eiter, Jauche, Arist. H. A. 9, 44.

French (Bailly abrégé)

ἰχῶρος (ὁ) :
acc. ἰχῶρα ou épq. ἰχῶ;
sang des dieux, sorte de liquide clair qui tient lieu de sang aux dieux, p. ext. sang.
Étymologie: DELG terme prob. i.-e. mais sans étym.

Spanish

fluido menstrual

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχώρ)
ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον
αρχ.
1. αιθέριος χυμός που ρέει στις φλέβες τών θεών
2. το υδατώδες μέρος τών ζωικών χυμών, π.χ. του αίματος, της χολής κ.λπ.
3. τυρόγαλα
4. το υγρό που τρέχει από μισοψημένο κρέας, όταν το τεμαχίζει κάποιος
5. (για τα φύλλα) χυμός
6. το δηλητήριο τών φιδιών
7. η νάφθα, που θεωρούνταν, σύμφωνα με τον θρύλο, ότι οφείλεται στη σήψη τών πτωμάτων τών Γιγάντων
8. τα υγρά που ρέουν κατά τον τοκετό
9. το αίμα («πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα αρχ. ουδ. της ΙΕ. Παραμένουν αβέβαιες τόσο η σύνδεση της λ. ἰχώρ με ἰκμάς, ἶχαρ, ἰχανῶ όσο και η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από τη χεττ. λ. ešhar].

Greek Monotonic

ἰχώρ: [ῑ], -ῶρος, ὁ, αιθέριος χυμός που ρέει στις φλέβες των θεών, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. αιτ. ἰχῶ αντί ἰχῶρα, στο ίδ.· έπειτα, απλώς, αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχώρ: ῶρος (ῑ) ὁ (acc. ἰχῶρα - эп. ἰχῶ)
1) ихор, «нетленная кровь» (ἄμβροτον αἷμα, жидкость, которая текла в жилах богов) Hom.;
2) редко кровь: πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰ. Aesch. прежде, чем закрылась старая рана, (льется) новая кровь;
3) (всякая органическая жидкость) сыворотка (ἰ. αἵματος ὀρός Plat.; πᾶν τὸ γάλα ἔχει ἰχῶρα Arst.); pl. околоплодные воды Arst.; гной (τὸ περίττωμα ποιεῖ ῥεύματα ἰχῶροις Arst.); животный яд (τῆς ἐχίδνης Arst.); минеральная жидкость или нефть Arst.

Frisk Etymological English

-ῶρος
Grammatical information: m.
Meaning: the juice, watery part of blood (Hp., Arist.; from the poetic language, s. Leumann Hom. Wörter 310).
Other forms: (acc. sg. ἰχῶ Ε 416) godsblood (Ε 340, 416), sec. of the blood of the Gigantes (Str. 6, 3,5), blood in gen. (A. Ag. 1480, anap.),
Compounds: As 1. member a. o. in ἰχω(ρο)-ρροέω give blood (Hp.).
Derivatives: ἰχωρώδης serous (Hp). Morphol. without exact parallel (cf. Schwyzer 519 and 569, Chantraine Gramm. hom. 1, 212),
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. a foreign word (cf. Krahe Die Antike 15, 184). Several explan.: LW [loanword] from Hitt. ešh̯ar (s. ἔαρ; Kretschmer Kleinas. Forsch. 1, 9ff., Heubeck Preagraeca 81, Neumann, Heth u. Luw. Sprachgut 18); to ἰκμάς (Pisani Ist. Lomb. 73, 492ff.); to ἶχαρ, ἰχανάω (Bolling Lang. 21, 49ff.); again diff. Stokes in Fick 2, 295, Persson Stud. 112 n.2, Güntert Götter und Geister 102, Grošelj Razprave 2, 40f. All proposals rejected by DELG. See Jouanna, Demont, REA 83 (1981) 197-209: we should start from the medical technical conception, not from the poetc idea. DELG calls the word prob. IE, which is far from certain.

Middle Liddell

ἰ¯χώρ, ῶρος,
ichor, the etherial juice, that flows in the veins of gods, Il.;—epic acc. ἰχῶ for ἰχῶρα, Il.: later blood, Aesch.