ἀρχῆθεν
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
Dor. ἀρχ-ᾶθεν, Adv.
A from the beginning, from of old, Pi.O. 9.55, I.4(3).7, Hdt.1.131, 2.138, Hp.Epid.6.7.5; rare in Trag., A.Fr. 416, S.Fr.126; condemned by Phryn.75; freq. in later Prose, as Plb.1.50.5, al., Plu.2.238e, etc.; immediately, Id.Cat.Mi.28. 2 with neg., κρέσσον . . ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν not at all, Hdt.5.18; cf. ἀρχή 1.1 c.
German (Pape)
[Seite 365] vom Anfang an, von Alters her, nach B. A. 7 nicht attisch, Pind. Ol. 9, 59 I. 3, 25; öfter Her., φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ 3, 80; κρέσσον γὰρ ἀρχῆθεν μη ἐλθεῖν, d. i. überhaupt nicht, 5, 18; Pol. 1, 50, 2; ἀρχῆθεν εὐθύς 2, 43, 3; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχῆθεν: Δωρ. -ᾶθεν, Ἐπιρρ. ἐξ ἀρχῆς, παλαιόθεν, Πινδ. Ο. 9. 81, Ι. 4. 11 (3. 25), Ἡροδ. 1. 131., 2. 138, κ. ἀλλ., σπανίως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 427, Σοφ. Ἀποσπ. 132· οὐδαμοῦ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, Α. Β. 7. 12, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 93. 2) μετ᾿ ἀρν., κρέσσον... ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν, μηδόλως ἐλθεῖν, Ἡροδ. 5. 18· πρβλ. ἀρχὴ Ι. 1. γ.
French (Bailly abrégé)
adv.
dès l’origine, primitivement ; en principe ; absolument.
Étymologie: ἀρχή, -θεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀρχᾶθεν Pi.O.9.55, I.3/4.25
adv.
I en cont. temp.
1 desde el comienzo Pi.ll.cc., Hdt.1.131, 2.138, A.Fr.416, S.Fr.126, Hp.Epid.6.7.5, Plb.1.50.5, LXX 4Re.19.25 (cód.), Plu.2.238e, A.D.Adu.188.7, Phryn.66.
2 inmediatamente παρήγγειλεν ἀ. βοηθεῖν τῷ Κάτωνι Plu.Cat.Mi.28.
II en cont. neg. en absoluto κρέσσον ... ἀ. μὴ ἐλθεῖν Hdt.5.18.
III en sent. loc. al Oriente ἀπὸ ἀ. Aq.Ge.2.8, cf. ἀρχῆθένδε Aq.Ez.8.16.
Greek Monolingual
ἀρχῆθεν (AM) αρχή
από την αρχή, από παλιά.
Greek Monotonic
ἀρχῆθεν: Δωρ. -ᾱθεν (ἀρχή), επίρρ., από την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν, εξαρχής, σε Ηρόδ.· με άρνηση, ἀρχῆθεν μή καθόλου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχῆθεν: дор. ἀρχᾶθεν adv.
1) с самого начала, издревле Pind., Aesch., Soph., Her., Plut.: ἀ. εὐθύς Polyb. с самого же начала;
2) (с отриц.) совсем не: κρέσσον ἀ. μὴ ἐλθεῖν Her. лучше совсем не входить.
Middle Liddell
ἀρχή
from the beginning, from of old, from olden time, Hdt.:—with a neg., ἀρχῆθεν μή not at all, Hdt.