δικαιοπράγημα

From LSJ
Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοπρᾱγημα Medium diacritics: δικαιοπράγημα Low diacritics: δικαιοπράγημα Capitals: ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: dikaioprágēma Transliteration B: dikaiopragēma Transliteration C: dikaiopragima Beta Code: dikaiopra/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A just or righteous act, Id.EN1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73.

German (Pape)

[Seite 626] τό, gerechte Handlung; Arist. Eth. 5, 7; Plut. stoic. rep. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπράγημα: τό, πρᾶξις δικαία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
acción recta τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.

Greek Monolingual

δικαιοπράγημα, το (Α)
δικαιοπραγώ
δίκαιη πράξη.

Greek Monotonic

δῐκαιοπράγημα: -ατος, τό, δίκαια πράξη, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιοπράγημα: ατος (ρᾱ) τό справедливый поступок Arst., Plut.

Middle Liddell

δῐκαιοπράγημα, ατος, τό, n [from δῐκαιοπρᾱγέω]
a just or honest act, Arist.