δύσμοιρος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, (μοῖρα)
A = δύσμορος, S.OC327.
German (Pape)
[Seite 684] = δύσμορος , Soph. O. C. 528, nach 1 cod. u. Metrum.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμοιρος: -ον, (μοῖρα) = δύσμορος, Σοφ. Ο. Κ. 327.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infortuné.
Étymologie: δυσ-, μοῖρα.
Spanish (DGE)
-ον
infortunado, de aciago destino de pers. o ref. pers., de Edipo, S.OC 327, οὔτε με τὸν δύσμοιρον ἐς ᾌδος ἤγαγε νοῦσος IKyzikos 1.522.3 (II/I a.C.), cf. SEG 34.1247 (Miletúpolis II d.C.), τύχη IKPolis 70.1.10 (I d.C.), θάλαμοι AP 9.245 (Antiphan.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσμοιρος
Α και δύσμορος)
δύστυχος, κακότυχος.
Greek Monotonic
δύσμοιρος: -ον (μοῖρα), = δύσμορος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δύσμοιρος: Soph. = δύσμορος.
Middle Liddell
δύσ-μοιρος, ον μοῖρα = δύσμορος, Soph.]