ἐξοινόομαι
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
Pass.,
A to be drunk, ἐξῳνωμένος (Elmsl. for ἐξοιν-) drunken, E.Ba.814, Ath.2.38e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοινόομαι: παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος (οὕτως ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν οἶνον, οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.
Greek Monotonic
ἐξοινόομαι: Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. ἐξῳνωμένος, μεθυσμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
Pass. to be drunk, perf. part. ἐξῳνωμένος drunken, Eur.