ἡνίον
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1172] τό, das Gebiß, τὸ μέσον τοῦ χαλινοῦ, Poll. 1, 148; der plur. bei Hom. = ἡ ἡνία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνίον: τό, ἵδε ἡνία, τά.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d’ord. au pl. ἡνία, ων (τά) :
brides, rênes.
Étymologie: cf. ἡνία.
Greek Monotonic
ἡνίον: τό, βλ. ἡνία, τά.