προχύτης
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος,
A jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.
German (Pape)
[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
Greek (Liddell-Scott)
προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.
Middle Liddell
προ-χύ˘της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.