λωβήτειρα
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Full diacritics: λωβήτειρα | Medium diacritics: λωβήτειρα | Low diacritics: λωβήτειρα | Capitals: ΛΩΒΗΤΕΙΡΑ |
Transliteration A: lōbḗteira | Transliteration B: lōbēteira | Transliteration C: loviteira | Beta Code: lwbh/teira |
fem. of sq., AP9.251 (Even.).
λωβήτειρα: Anth. f к λωβητήρ.
Anth. f к λωβητήρ.
λωβήτειρα: θηλ. τοῦ λωβητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 251.
λωβήτειρα: θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.
[fem. of λωβητήρ, Anth.]