περιτέχνησις

From LSJ
Revision as of 14:40, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.

Greek Monotonic

περιτέχνησις: ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιτέχνησις: εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτέχνησις -εως, ἡ [περί, τεχνάομαι] slimheid.

Middle Liddell

περι-τέχνησις, εως, τεχνάομαι
extraordinary art or cunning, Thuc.

English (Woodhouse)

inventiveness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)