γηράς
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
A v. γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.