Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Full diacritics: Στώαξ | Medium diacritics: Στώαξ | Low diacritics: Στώαξ | Capitals: ΣΤΩΑΞ |
Transliteration A: Stṓax | Transliteration B: Stōax | Transliteration C: Stoaks | Beta Code: *stw/ac |
ᾱκος, ὁ, (στοά)
A one of the Porch, i. e. a Stoic, Herm.Iamb.1.
Στώαξ: -ᾱκος, ὁ, (στοὰ) εἷς τῶν τῆς Στοᾶς, (σκωπτικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Στωϊκός), Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 563D.
-ακος, ὁ, Α
βλ. Στόαξ.
-ακος, ὁ, Α
βλ. Στόαξ.