τετρακόσιοι

From LSJ
Revision as of 22:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόσιοι Medium diacritics: τετρακόσιοι Low diacritics: τετρακόσιοι Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ
Transliteration A: tetrakósioi Transliteration B: tetrakosioi Transliteration C: tetrakosioi Beta Code: tetrako/sioi

English (LSJ)

αι, α, Dor. τετρα-κάτιοι [κᾰ] Tab.Heracl.1.52, etc.; poet. (once) tetrhkoϟsioi AP11.67 (Myrin.):—

   A four hundred, Hdt.1.178, etc.: in sg., τ. ἀσπίς X.An.1.7.10.    II οἱ τ., at Athens,    1 the oligarchy established in 411 B.C., Th.8.69, Lys.30.7, Decr. ap. And. 1.78, etc.    2 a more ancient Council, Ael.VH5.13.

German (Pape)

[Seite 1098] vierhundert, Her. 1, 178 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 178, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τ. ἀσπὶς Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10. ΙΙ. οἱ τετρακόσιοι, ἐν Ἀθήναις: 1) ἡ ὀλιγαρχία ἡ κατασταθεῖσα τῷ 411 π.Χ., Θουκ. 8. 67, Λυσί. 183. 39, Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 41, κλπ. 2) ἀρχαιοτέρα βουλή, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quatre cents ; au sg. ἀσπὶς τετρακοσία XÉN quatre cents boucliers, càd quatre cents hoplites ; particul. οἱ τετρακόσιοι les Quatre-cents :
1 oligarchie établie à Athènes en 411 av. J.-C;
2 ancien conseil, à Athènes.
Étymologie: τέσσαρες, -κόσιοι.

English (Strong)

or neuter tetrakosia plural from τέσσαρες and ἑκατόν; four hundred: four hundred.

English (Thayer)

τετρακόσιαι τετρακόσια (from τετράκις, and the term. τετρακοσιος indicating one hundred; (cf. G. Meyer, Gr. Gram. § 16f.)), four hundred: Herodotus, Thucydides, Xenophon, others.))

Greek Monolingual

-ες, -α / τετρακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμτ.)
1. τέσσερεις εκατοντάδες (400)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι
(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό σώμα της αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο Σόλων, είχε 400 μέλη και κύρια αποστολή τη νομοθετική εξουσία
β) τα άτομα που αποτέλεσαν την ολιγαρχία που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.
νεοελλ.
φρ. «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].

Greek Monotonic

τετρᾰκόσιοι: -αι, -α (τέσσαρες
I. όπως και σήμερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., τετρακοσία ἀσπίς, σε Ξεν.
II. οἱ τετρακόσιοι, στην Αθήνα, η ολιγαρχία που επιβλήθηκε το 411 π.Χ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰκόσιοι: четыреста: οἱ τ. Thuc., Lys. четыреста олигархов (захватавших власть в Афинах в 411 г. до н. э.).

Middle Liddell

τετρᾰκόσιοι, αι, α, τέσσαρες
I. four hundred, Hdt., etc.; in sg., τετρακοσία ἀσπίς Xen.
II. οἱ τ., at Athens, the oligarchy established in 411 B. C., Thuc.

Chinese

原文音譯:tetrakÒsioi 帖特拉-可西哀

詞類次數:形容詞(4)

原文字根:四-(百)

字義溯源:四百;由(τέσσαρες)*=四)與(ἑκατόν)=一百)組成

出現次數:總共(4);徒(3);加(1)

譯字彙編

1) 四百(4) 徒5:36; 徒7:6; 徒13:20; 加3:17