πλύσιμο

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

το / πλύσιμον, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλύνω
νεοελλ.
φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση
ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί
αρχ.
1. μέρος του σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταρειό
2. στον πληθ. τὰ πλύσιμα
η αμοιβή του πλύντη ή της πλύντριας για το πλύσιμο ρούχων, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύσις + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].