σήμερα

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α
επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά σήμερα» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ
γ. «νῦν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα σήμερον» Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. στην εποχή μας («σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)
2. (με ουδ. άρθρ.) το σήμερα
το παρόν, σε αντιδιαστολή προς το χθες, δηλαδή το παρελθόν, και το αύριο, δηλαδή το μέλλον
3. φρ. α) «σήμερα οχτώ - σήμερα δεκαπέντε» — μία ή δύο εβδομάδες πριν ή μετά από σήμερα
β) «σήμερα - αύριο» — από τη μια μέρα στην άλλη, πολύ σύντομα
γ) «σήμερα είμαστε - αύριο δεν είμαστε» — η ζωή είναι πολύ σύντομη
νεοελλ.-μσν.
φρ. «η σήμερον ημέρα» ή, απλώς, «η σήμερον» — σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το χρον. επίρρ. σήμερον έχει σχηματιστεί < ΙΕ μόριο ke- / ki- + ἡμέρα κατά τα ουδ. σε -ον (πρβλ. αὔρι-ον). Το μόριο ke- / ki- είναι ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (βλ. και λ. εκεί). Ο τ. τήμερον είναι αττ. και αναλογικά προς αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. τῆτες. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. σήμερα, κατά τα επιρρ. σε -α].