νεοσσός
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
Att. νεοττ-, ὁ, (νέος)
A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a. 2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in pl., young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως ν., of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου ν. the horse's brood, A.Ag.825. 3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.
German (Pape)
[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)
Greek (Liddell-Scott)
νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.· ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68· ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α· - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11· - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6· ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2· - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit d’un oiseau, ou en gén. d’un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.
English (Autenrieth)
(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)
Spanish
English (Strong)
from νέος; a youngling (nestling): young.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)
1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)
2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου
νεοελλ.
(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλο
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)
3. (ως θηλ.) ἡ νεοττός
λεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα
4. φρ. «ἵππου νεοττός»
(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό kyo- του κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].
Greek Monotonic
νεοσσός: ὁ (νέος), Αττ. νεοττός,
1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσσός: атт. νεοττός ὁ
1) птенец Hom., Soph., Plat.;
2) детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);
3) дитя, отпрыск (πατρός Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: the young of birds, also of other animals and man (Il.); yolk of an egg (Arist.).
Other forms: also νοσσός (Schwyzer 253 w. lit.), Att. νεοττός.
Compounds: Some compp., e.g. ν(ε)οσσο-τροφέω (-ττ-) rear young birds (Ar.).
Derivatives: 1. Diminut.: ν(ε)οσσίον, -ττ- chicken, also metaph. yolk of an egg (Ar., Arist., Thphr.); -σσίς, -ττίς f. id., also as PN (com., Arist., AP), as designation of a shoe (Herod. 7, 57; prob. from the PN). -- 2. collective ν(ε)οσσιή (Ion.), -ττιά (Att.), νοσσιά (hell.) brood, also lair (Herod.), beehive (LXX). -- 3. Denomin. verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω brood, nestle (IA.) with νεοττεία, -ττευσις brooding, nestle (Arist.). -- 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation from νέος; cf. περισσός, ἔπισσαι, μέτασσαι. The last two are also semantically not far off; s. Schulze Kl. Schr. 675. To be rejected Brugmann IF 17, 351 ff.: from *νεο-κι̯-ος "(Germ.) Neulieger", compound with the zero grade of κεῖμαι. Cf. also Schwyzer 320, who calls it "unsicher"; DELG also keeps the possibility of a compound open. Unclear. - Prob. with a suffix -ti̯o- as in Hitt. apezzii̯as.
Middle Liddell
νεοσσός, αττιξ νεοττός, οῦ, ὁ, νέος
1. a young bird, nestling, chick, Il., Soph., etc.
2. any young animal, as a young crocodile, Hdt.; of young children, Aesch., Eur.