ἕκαθεν
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
Adv., (ἑκάς)
A from afar, Il.2.456, Pi.O.10(11).7, A.Supp. 421 (lyr.), and late Prose, Corn.ND32, D.C.50.33 : c. gen., ἕκαθεν πόλιος Il.13.107 (al. ἑκάς). II = ἑκάς, far off, far away, Od.17.25. III = ἀνέκαθεν, Schwyzer702 (Erythrae, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 751] von fern, φαίνεται αὐγή Il. 2, 456; c. gen., πόλιος 13, 107; ἕκαθεν ἐπελθών Pind. Ol. 11, 7; Aesch. Suppl. 421 u. sp. D.; auch Hippocr. – Od. 17, 25, ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ' εἶναι, ist von fern = fern. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκᾰθεν: ἐπίρρ. (ἑκὰς) μακρόθεν Ἰλ. Β. 456, Πινδ. Ο. 10 (11), 9, Αἰσχύλ. Ἱκ. 421· μετὰ γεν., ἕκαθεν πόλιος Ἰλ. Ν. 107. ΙΙ. ὡσαύτως, = ἑκάς, μακρὰν ἀπό, μακράν, Ὀδ. Ρ. 25.
French (Bailly abrégé)
I. adv.
1 de loin;
2 au loin;
II. prép. loin de, gén..
Étymologie: ἑκάς, -θεν.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς): from far away, afar, far.
English (Slater)
ἕκᾰθεν
1 from afar of time. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (O. 10.7)
Spanish (DGE)
(ἕκᾰθεν) I adv.
1 desde lejos (ἕ.) φαίνεται αὐγή Il.2.456, cf. 13.179, ἕ. ... γίγνετ' ἀκουή Il.15.634, τὰν ἕ. ... ὀρομέναν A.Supp.421, πρὸς πῦρ ἕ. θάλπειν calentar (al paciente) ante el fuego a cierta distancia Hp.Int.52, ἕ. καὶ ἐν χρῷ ἐμαχέσαντο D.C.50.33.3, cf. Corn.ND 32, ἕ. εἴργον ἢ ἕ. τὸ ἴδιον ἔργον ἐπιτελῶν como etim. de ἑκάεργος q.u. Apollod.Hist.97 p.1060.
2 lejos de, aparte c. verb. εἰμί u orac. nom. ἕ. δέ τε ἄστυ φάτ' εἶναι el poblado, dicen, está muy lejos, Od.17.25, cf. Hp.Anat.4 (var.).
3 temp. desde hace mucho ἕ. γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος hace mucho que (me) acosa el transcurso del tiempo Pi.O.10.7, ὅσοι ἤδη ἐγραμμάτευσαν ἀπὸ Χαλκίδευ ἕ. IEryth.1.2 (V/IV a.C.).
II prep. de gen. lejos de ἕ. πόλιος ... μάχονται Il.13.107 (var.).
Greek Monolingual
ἕκαθεν (Α)
επίρρ.
1. από μακριά
2. μακριά.
Greek Monotonic
ἕκᾰθεν: επίρρ. (ἑκάς)·
I. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἕκαθεν πόλιος, στο ίδ.
II. ἑκάς, μακριά, από μακριά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἕκᾰθεν:
I adv.
1) вдалеке, вдали Hom.;
2) издали Hom., Pind., Aesch.
II в знач. praep. cum gen. вдали, далеко от (τινος Hom.).
Middle Liddell
ἑκάς
I. from afar, Il.; c. gen., ἕκαθεν πόλιος Il.
II. = ἑκάς, far off, far away, Od.