ζυγόδεσμο

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

το (Α ζυγόδεσμον)
μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι
αρχ.
λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.)
2. συν. στον πληθ. τα ζυγόδεσμα («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ ἀκρορρύμιον] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + δεσμός.